Σελίδες

6/12/09

Τι χρειάζεται (μια γλώσσα) για να δανειστεί

Δανεισμός

Ο δανεισμός είναι μια συνηθισμένη διαδικασία εμπλουτισμού του λεξιλογίου. Όπως έλεγα στο άρθρο ‘Δανεικά κι αγύριστα’ (στις 16 Δεκεμβρίου 2007), «ο δανεισμός είναι παγκόσμια, πανάρχαια και κοινότατη πρακτική και σε καμμιά περίπτωση δε συνιστά πρόσφατη ‘επινόηση’ ή νέο φαινόμενο. Επίσης, δε σχετίζεται η συχνότητά του ή η ευκολία του με πρόσφατα κοινωνικά ή πολιτικά φαινόμενα όπως η παγκοσμιοποίηση. Με άλλα λόγια: ο δανεισμός είναι πανταχού παρών στη γλώσσα.»

Στο ίδιο άρθρο ανέφερα κάτι που θα δούμε πιο αναλυτικά σήμερα, ότι δηλαδή τα δάνεια προσαρμόζονται στο γραμματικό σύστημα της γλώσσας στην οποία ενσωματώνονται. Έτσι, αντιλαμβανόμαστε ότι η προέλευση των δανείων έχει να κάνει με πολιτισμικές και ιστορικές συγκυρίες: π.χ. η λέξη ‘σουφλέ’ είναι γαλλικό δάνειο γιατί το συγκεκριμένο πιάτο το επινόησαν γαλλόφωνοι. Ωστόσο, η ενσωμάτωση των δανείων σε μια γλώσσα υπακούει στις επιταγές του γραμματικού της συστήματος.

Πολλά δάνεια

Κατά τη διάρκεια της ιστορίας της, η γλώσσα μας έχει ενσωματώσει δάνεια από δεκάδες γλώσσες. Έχω αναφέρει ξανά λέξεις όπως ‘παράδεισος’, ‘οθόνη’, ‘ταψί’, ‘φουστάνι’, ‘μπουγάδα’, ‘πουκάμισο’ κ.ο.κ. Επίσης, οι περισσότεροι γνωρίζουμε πολυάριθμα και πιο πρόσφατα δάνεια όπως ‘χαμάμ’, ‘τρακτέρ’, ‘πλαζ’, ‘τρικ’, ‘ροκ’, ‘ζουμ’, ‘γκουγκλ’ ή ‘μπλογκ’.

Σ’ αυτό το σημείο παρατηρούμε ότι όλες οι δανεισμένες λέξεις είναι ουσιαστικά. Βεβαίως υπάρχουν και δανεισμένα ρήματα (λ.χ. ‘μπλοκάρω’) κι επίθετα (λ.χ. ‘εμπριμέ’), αλλά φαίνεται να είναι πολύ λιγότερα. Μοιάζει λοιπόν να είναι ευκολότερο για μια γλώσσα να δανειστεί ουσιαστικά. Όπως μάλιστα σημειώνει η συνάδερφος Maya Arad σε σχετική μονογραφία της, πρόκειται για μια προτίμηση που παρατηρείται και σε άλλες γλώσσες, όπως τα ρώσικα ή τα εβραϊκά. Ίσως λοιπόν η προτίμηση των γλωσσών να δανείζονται ουσιαστικά να είναι μια γενικότερη τάση και να εξηγείται με βάση είτε τη φύση του γλωσσικού οργάνου είτε κάποιους επικοινωνιακούς παράγοντες.

Στην περίπτωση όμως των τριών γλωσσών που αναφέραμε, παρατηρείται και κάτι ακόμα. Αν δείτε όλα τα πρόσφατα δανεισμένα από ξένες γλώσσες ουσιαστικά, θα διαπιστώσετε ότι είναι ακατάληκτα: τους λείπουν εντελώς οι γνωστές καταλήξεις των ελληνικών ουσιαστικών: ‘χαμάμ’, ‘τρακτέρ’ (και πολύ σπανιότερα ‘χαμάμι’ ή ‘τραχτέρι’), ‘πλαζ’, ‘τρικ’, ‘ροκ’, ‘ζουμ’, ‘γκουγκλ’ ή ‘μπλογκ’. Επίσης, είναι σχεδόν όλα γένους ουδετέρου. Τι σημαίνει αυτό; Ίσως ότι αλλοιώνεται η κλίση των ουσιαστικών στη γλώσσα μας με την εισαγωγή όλων αυτών των άκλιτων ακατάληκτων ουδετέρων;

Δανεισμένα ουσιαστικά και ρήματα

Πιθανότατα όχι. Ίσα-ίσα, τα παραπάνω δανεισμένα ουσιαστικά φωτίζουν μια πολύ ενδιαφέρουσα ασυμμετρία μεταξύ ουσιαστικών και ρημάτων στα ελληνικά αλλά και σε άλλες γλώσσες.

Πιο συγκεκριμένα: προσπαθήστε να μετατρέψετε κάποια από τα παραπάνω σε ρήματα. Θα πάρετε ρηματικούς τύπους όπως ‘ροκ-άρ-ω’, ‘ζουμ-άρ-ω’, ‘γκουγκλ-ίζ-ω’ ή ‘γκουγκλ-άρ-ω’, ‘μπλογκ-άρ-ω’ κτλ. Τι συμβαίνει εδώ; Ας πούμε ότι το τελικό ‘–ω’ (που κωδικοποιεί το α' ενικό πρόσωπο) δεν είναι αναπόσπαστο μέρος του ρήματος. Από πού ήρθαν λοιπόν αυτά τα ‘–αρ–’ και ‘–ιζ–’; Αν το σκεφτεί κανείς λιγάκι, το μόνο που σημαίνουν αυτά τα μικρά κομμάτια (μορφήματα λέγονται) όπως το ‘–αρ–’ και το ‘–ιζ–’ είναι «είμαι ρήμα». Με άλλα λόγια, δεν μπορώ να φτιάξω ρήματα παίρνοντας την ξενική ρίζα και κολλώντας ένα ‘–ω’: λέμε ‘ροκ-άρ-ω’, ‘ζουμ-άρ-ω’, ‘γκουγκλ-ίζ-ω’ ή ‘γκουγκλ-άρ-ω’, ‘μπλογκ-άρ-ω’ και όχι ‘*ρόκ-ω’, ‘*ζούμ-ω’, ‘*γκούγκλ-ω’ κτλ.

Επομένως, το γραμματικό σύστημα της ελληνικής διαθέτει εξειδικευμένα μορφήματα που σημαίνουν «είμαι ρήμα». Αυτά πρέπει να χρησιμοποιούνται απαρέκκλιτα κάθε φορά που εισάγουμε με δανεισμό στη γλώσσα μια ρίζα και θέλουμε να τη μετατρέψουμε σε ρήμα. Άρα ο δανεισμός αποτελεί μια κάθε άλλο παρά παθητική ή μηχανική διαδικασία (‘κοπι-πέιστ’).

Ουσιαστικά και ρήματα, γενικά

Αν το ψάξει κανείς το θέμα λίγο περισσότερο, θα διαπιστώσει ότι το ίδιο ακριβώς ισχύει και για μια μεγάλη πλειοψηφία και των ελληνικών ή των πάλαι ελληνοποιημένων ριζών: για να εμφανιστούν ως ρήματα πρέπει να συνδυαστούν με ένα μόρφημα όπως το ‘–αρ–’, το ‘–ιζ–’, το ‘–ευ–’, το ‘–ων–’ και άλλα. Έτσι έχουμε π.χ. ‘λουστρ-άρ-ω’, ‘ποτ-ίζ-ω’, ‘κουρ-εύ-ω’, ‘καρφ-ών-ω’ κτλ. Συνεπώς, η χρήση αυτών των μορφημάτων δεν περιορίζεται στις καινούργιες λέξεις ή στα δάνεια, αλλά αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του σχηματισμού ρημάτων: αντίθετα με τα ουσιαστικά, τα ελληνικά ρήματα περιέχουν ένα στοιχείο, ένα μόρφημα, που λέει «είμαι ρήμα».

Βεβαίως πολλές ερωτήσεις παραμένουν αναπάντητες, όμως τα παραπάνω μας δείχνουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο που παίζουν το γραμματικό σύστημα και τα χούγια του σε όλες τις διαδικασίες που αφορούν τη γλώσσα, από την προφορά και τη σύνταξη μέχρι – όπως είδαμε – το λεξιλόγιο.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 6ης Δεκεμβρίου 2009]

22/11/09

Σικάγο: ένα συνέδριο και μια Εταιρεία

Στα τέλη Οκτωβρίου συμμετείχα στο 9ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Το Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας διοργανώνεται κάθε διετία και από διαφορετικό πανεπιστήμιο, ενώ το φετινό συνέδριο του Σικάγου στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία, παρότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες έπρεπε να περάσουν τον Ατλαντικό για να συμμετάσχουν σε αυτό.

Κατά τις τρεις μέρες των εργασιών (29 με 31 Οκτωβρίου), έλληνες και ξένοι γλωσσολόγοι ανακοίνωσαν αποτελέσματα έρευνας σε δεκάδες θέματα θεωρητικού και εφαρμοσμένου ενδιαφέροντος που αφορούν όλες τις πτυχές της ελληνικής γλωσσολογίας: από τη λεξιπλασία του Καζαντζάκη έως τη συντακτική ταυτότητα των μορίων ‘να’, ‘θα’ και ‘μη’ και από τη διδασκαλία της Ελληνικής μέχρι την προσωδία της. Σε μια τόσο συναρπαστική πόλη όπως το Σικάγο, η ποιότητα της έρευνας που ανακοινωνόταν και συζητιούνταν στάθηκε ικανή να κρατήσει τους συνέδρους μέσα στις τέσσερις παράλληλες συνεδρίες.

Η επιτυχία του συνεδρίου στάθηκε όμως μεγάλη και για ένα δεύτερο λόγο: κατά τη συνάντηση εργασίας εγκρίθηκε πανηγυρικά η πολυαναμενόμενη ίδρυση της Διεθνούς Εταιρείας Ελληνικής Γλωσσολογίας. Η Εταιρεία αποτέλεσε έργο και προϊόν κόπου πολλών διακεκριμένων και άξιων συναδέρφων, αλλά και όνειρο ακόμα περισσότερων (τα ονόματα των οποίων δε θα αναφέρω γιατί θα ξεπεράσω κατά πολύ το όριο των λέξεων για το άρθρο μου).

Φρονώ λοιπόν ότι η ύπαρξη και λειτουργία της Εταιρείας εκτός από επιθυμητή είναι και απολύτως αναγκαία. Για πρώτη φορά όλοι όσοι μελετούμε επιστημονικά την ελληνική γλώσσα θα έχουμε ενιαία φωνή και εκπροσώπηση. Θα διαθέτουμε ένα οργανωμένο φόρουμ στο οποίο θα μπορούμε να συζητούμε όσα θέματα μας απασχολούν. Θα μπορούμε να συμβάλλουμε δυναμικότερα στην καλλιέργεια της ελληνικής γλωσσολογίας στην Ελλάδα και στον κόσμο. Θα μπορέσουμε να πλαισιώσουμε και επισήμως το Journal of Greek Linguistics, που συνεχίζει την κυκλοφορία του. Και πολλά άλλα.

Σε προσωπικό επίπεδο, νομίζω ότι δε γινόταν άλλο να απουσιάζει ένα επίσημο όργανο εκπροσώπησης όσων μελετούμε επιστημονικά την ελληνική γλώσσα. Οι γλωσσολόγοι έχουμε την ίδια ιδιομορφία με τους γιατρούς: το επιστημονικό μας αντικείμενο απασχολεί τους πάντες, αφού όλοι φαίνεται να έχουν έντονες και σαφείς απόψεις περί γλώσσας. Δυστυχώς, πάρα πολλές φορές οι απόψεις αυτές δεν είναι τεκμηριωμένες, ενώ κάποτε αποτελούν προϊόν ακόμα και προκατάληψης, παρανάγνωσης ή πλάνης. Είναι σημαντικό λοιπόν η Εταιρεία να μπορεί να αρθρώνει τη φωνή της επιστημονικής έρευνας, λ.χ. όταν σχεδιάζονται πολιτικές που θα επηρεάσουν τη ζωή και την παιδεία των ομιλητών της Ελληνικής. Είναι τέλος πάντων σημαντικό να υπάρχει κάποιου είδους εκπροσωπηση των γλωσσολόγων που θα μπορεί να διαβεβαιώσει την κοινή γνώμη ότι η ελληνική ως γλώσσα προγραμματισμού, ως «κρατυλική», ή με τερατολογικά υπερμεγέθες λεξιλόγιο, αποτελούν εμπορεύματα τσαρλατάνων, τα γλωσσικά αντίστοιχα της φραπελιάς και του νερού Καματερού.

Σε γενικές γραμμές, προσβλέπω σε όλα όσα μπορεί και πρέπει να κάνει η νεοσύστατη Εταιρεία προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας και εκλαΐκευσης της γλωσσολογίας στην Ελλάδα και της μελέτης της Ελληνικής παγκοσμίως. Ειδικότερα, ευελπιστώ ότι τώρα πια οι γλωσσικές πλάνες και προκαταλήψεις που μεταμφιέζονται σε γλωσσικά δόγματα θα βρούνε τον αντίλογο που τους αξίζει και σε επίπεδο θεσμού.

[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 22ης Νοεμβρίου 2009]

25/10/09

Η πορεία της (γλωσσικής) αλλαγής

Εκ των υστέρων

Εκ των υστέρων, τα πάντα φαίνονται ξεκάθαρα. Εκ των υστέρων, το παρελθόν φαίνεται σαν να έχει νόημα, μας μοιάζει σαν μια αλυσίδα που αναπόφευκτα οδηγεί στο εδώ και στο τώρα. Έτσι, όταν κοιτάει κανείς το παρελθόν της γλώσσας πολλές φορές νομίζει ότι βλέπει μια αλληλουχία εξελικτικών σταδίων που σχεδόν αναπόφευκτα οδηγεί στη συγχρονία του σήμερα. Κοιτώντας προς τα πίσω, ξεγελιόμαστε και φτάνουμε να πιστέψουμε ότι η τάδε ή η δείνα γλωσσική μεταβολή ήταν αναπόφευκτη ή ότι ξετυλίχτηκε λίγο-λίγο και σιγά-σιγά με σκοπό να μας φέρει εδώ όπου είμαστε τώρα. Η αντίληψη ότι η γλωσσική αλλαγή έχει σκοπό, ότι οδηγεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, έστω και αν χρειαστούν αιώνες να φτάσει μέχρι εκεί, είναι πολύ διαδεδομένη.

Πτώση στα λατινικά, άρθρα στις ρωμανικές

Ένα γνωστό παράδειγμα είναι και το εξής, από την ιστορία των λατινικών. Όπως είναι γνωστό, ιδίως σε όσους τα έχουν υποστεί στο σχολείο, τα λατινικά ουσιαστικά κλίνονται για πτώση: lux, lucis, luci, lucem… (‘φως’ σε ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική – όπως αντίστοιχα κλίνουμε στην αρχαία το νόμος, νόμου, νόμω, νόμον…). Τα λατινικά επίσης δεν είχαν καθόλου άρθρα: ‘lucem vidi’ σημαίνει είτε ‘είδα το φως’ είτε ‘είδα φως’.

Αντίθετα, οι ρωμανικές ή νεολατινικές γλώσσες, που ιστορικά προέκυψαν από τα λατινικά (ιταλικά, ισπανικά, γαλλικά, ρουμάνικα κτλ.), έχουν όλες άρθρα αλλά τα ουσιαστικά τους δεν κλίνονται για πτώση. Μάλιστα υπάρχουν στοιχεία ότι κάθε μία από αυτές τις γλώσσες ανέπτυξε άρθρα ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες. Με βάση αυτή την εικόνα πολλοί μελετητές και γλωσσολόγοι οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι η απώλεια της πτώσης πάνω στα ουσιαστικά σχετίζεται με την εμφάνιση των άρθρων: μια γλώσσα χάνει την πτώση στα ουσιαστικά και εμφανίζει άρθρα. Αυτός ο συσχετισμός δεν είναι ανυπόστατος, τουλάχιστον με τα δεδομένα που έχουμε. Πολλοί ωστόσο προχώρησαν πιο πέρα και μίλησαν για μια αναπόδραστη, ντετερμινιστική όπως λέμε, διαδικασία η οποία με το πέρασμα των γενεών δημιουργεί άρθρα ενώ εκλείπει η πτώση. Με άλλα λόγια, θεώρησαν ότι η εξαφάνιση της πτώσης είναι η αιτία της εμφάνισης άρθρων. Εκ των υστέρων, μπορεί κανείς να δει μια αναπόφευκτη διαδικασία, μια σχέση αιτίου-αιτιατού.

Κακώς, όμως. Γλώσσες όπως τα ελληνικά έχουν και άρθρα και πτώση πάνω στα ουσιαστικά τουλάχιστον από τον 6ο π.Χ. αιώνα, ενώ άρθρα και πτώση συνυπάρχουν και σε πολλές γλώσσες. Παρότι η εμφάνιση των άρθρων σχετίζεται με την εξαφάνιση της πτώσης στις ρωμανικές γλώσσες, είναι σχεδόν αδύνατο να μιλήσει κανείς για μια στιβαρή σχέση αιτίου-αποτελέσματος, για μια προδιαγεγραμμένη ιστορική διαδικασία η οποία ξετυλίγεται με το πέρασμα του χρόνου.

Γλωσσική κατάκτηση και γλωσσική επαφή

Γνωρίζουμε σήμερα ότι η γλωσσική μεταβολή ξεκινάει με τη γλωσσική κατάκτηση εκ μέρους των παιδιών: κάποτε τα παιδιά επανερμηνεύουν τα γλωσσικά δεδομένα που ακούνε με βάση γραμματικούς κανόνες διαφορετικούς από των γονέων τους. Όχι πάντοτε όμως. Έτσι, η γλώσσα δεν αλλάζει ούτε πάντα ούτε συνεχώς: στις ιστορίες των γλωσσών βρίσκουμε και περιόδους γλωσσικής σταθερότητας. Επίσης, όταν αλλάζει η γλώσσα, δεν αλλάζει πάντα με την ίδια ταχύτητα: κάποιες μεταβολές χρειάζονται αιώνες για να συντελεστούν, άλλες δύο ή τρεις γενιές. Τέλος, και το πιο συναρπαστικό από όλα, κάποιες γλωσσικές δομές είναι πιο ευάλωτες στη γλωσσική μεταβολή από άλλες: π.χ. η έκφραση του ποιού ενεργείας στα ελληνικά (η διαφορά μεταξύ ‘έτρεχα’ κι ‘έτρεξα’) παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη για παραπάνω από 25 αιώνες.

Επιπλέον, αυτό που εκ των υστέρων μας φαίνεται ‘φυσική εξέλιξη’ είναι πολλές φορές προϊόν ιστορικών ατυχημάτων. Η αναλυτική δομή της αγγλικής, που τόσο θαυμάζεται από αγγλόφωνους λογίους (καμμία έκπληξη εδώ: οι κατά τόπους λόγιοι θεωρούν τη γλώσσα τους υπέρτερη όλων των άλλων), είναι προϊόν της μοιραίας συνάντησης, μετά τη νορμανδική κατάκτηση το 1066, της αγγλοσαξονικής γλώσσας με τη μεσαιωνική γαλλική. Το «ισορροπημένο» σύστημα των πέντε φωνηέντων της νέας ελληνικής (α, ε, ι, ο, ου), η απώλεια της διάκρισης σε μακρά και βραχέα αλλά και απώλεια του μουσικού τόνου της αρχαίας χρονολογούνται στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Πιθανολογείται μάλιστα πως τα παραπάνω φαινόμενα οφείλονται στην επίδραση σημιτικών γλωσσών όπως η κοπτική, αφού τότε μια μεγάλη και όλο επιρροή πλειοψηφία ελληνόφωνων ομιλητών ζούσε στην Αίγυπτο και μιλούσε και κοπτικά.

Από τα λίγα που είδαμε πιο πάνω φαίνεται ότι η γλωσσική αλλαγή είναι μια υπόθεση σύνθετη και δεν ακολουθεί προδιαγεγραμμένες τροχιές ούτε υπακούει σε απλοϊκούς συσχετισμούς αιτίου και αποτελέσματος.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 25ης Οκτωβρίου 2009]

Γλώσσα ή κάτι άλλο;

Όταν αποδέχτηκα την πρόσκληση να συνεισφέρω στη στηλη ‘Εξ αφορμής’, είχα κατά νου να γράφω κι εδώ, όπως κι αλλού, για εκείνα ακριβώς τα γλωσσικά θέματα που συνήθως δεν τραβούν την προσοχή του κοινού. Ήθελα να γράψω για τις συναρπαστικές ανακαλύψεις της Γλωσσολογίας τα τελευταία σαράντα χρόνια. Είχα σκοπό να συμβάλω (έστω και λίγο) στην εκλαΐκευση των γλωσσικών επιστημών και να μιλήσω για όσα έχουν αποκαλύψει για τη φύση και τη λειτουργία της γλώσσας.

Δυστυχώς όμως οι αφορμές για τέτοιου είδους συζητήσεις είναι δυσεύρετες. Στις κοινωνίες με μακρά (και ένδοξη) γραπτή παράδοση, η γλώσσα γίνεται συνήθως αφορμή να κουβεντιάζονται άλλα ζητήματα. Δηλαδή, ενώ φαίνεται να συζητάμε για τη γλώσσα, στην πραγματικότητα οι προβληματισμοί μας δεν αφορούν την ίδια τη γλώσσα παρά κάποια σχετιζόμενα θέματα, θέματα ενδεχομένως σημαντικά αλλά πάντως όχι γλωσσικά.

Στην Ελλάδα και αλλού γίνονται εκτενείς και όλο παρεκβάσεις κουβέντες για την ιστορία και τη συνέχεια της γλώσσας. Κατά κανόνα αναλύεται με ακρίβεια και συνέπεια σχεδόν ψυχαναλυτική η σχέση μας με κάποιες παλιότερες μορφές της γλώσσας και με επιλεγμένα κείμενα γραμμένα σε αυτές. Νομίζουμε λοιπόν ότι μιλάμε για τη διαχρονία της γλώσσας, ενώ στην πραγματικότητα μεταφέρουμε στον λόγο για τη γλώσσα την πολιτισμική αγωνία κάθε γενιάς που πρέπει να αναμετρηθεί με κείμενα του παρελθόντος. Μια διαχρονική αγωνία κάθε λαού με ουσιώδη γραπτή παράδοση, από τους αρχαίους Ινδούς μέχρι τους σύγχρονους Αμερικανούς – και εμάς, βεβαίως.

Άλλοτε «ανησυχούμε για το μέλλον της γλώσσας μας», ιδίως στην Ελλάδα. Και πάλι όμως τελικά συζητούμε τη θέση της νεοελληνικής κουλτούρας και του νεοελληνικού πολιτισμού: κατά τον 20ο αιώνα μέσα στον Δυτικό Κόσμο, κατά τα τέλη του 20ου αιώνα μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη και – στις μέρες μας – μέσα στον παγκο¬σμιοποιημένο κόσμο μας.

Συχνά πάλι πραγματευόμαστε σχοινοτενώς μια χούφτα ελλιπέστατα τεκμηριωμένα φαινόμενα (όταν δεν είναι επινοημένα) όπως η «λεξιπενία» ή αυτό που πάρα πολλοί ακυρολεκτικά λένε «δυσλεξία», εννοώντας όχι δυσχέρειες στη γραφή και στην ανάγνωση, αλλά την απουσία ευφράδειας και καλλιέπειας. Σε αυτές τις περιπτώσεις συζητάμε για «γλώσσα» αλλά – στην καλύτερη περίπτωση – μας απασχολούν ο γραμματισμός, η ακριβολογία και η καλλιέπεια. Έτσι, ενώ εξετάζουμε λεξιλογικά, συμφραστικά και ορθογραφικά θέματα, στην πραγματικότητα προβληματιζόμαστε για την πνευματική καλλιέργεια ή την ιδεολογική ταυτότητα ομάδων (όπως οι μαθητές) ή ατόμων (λ.χ. δημόσιων προσώπων ή πολιτικών). Μάλιστα, τέτοιοι προβληματισμοί συχνά βασίζονται στην πλάνη ότι οι γλωσσικές δυσκολίες είναι πάντα δείκτης χωλής νόησης. Σε κάθε περίπτωση, δεν ασχολούμαστε με τη γλώσσα, αλλά με το τι νομίζουμε ότι μας λέει για τη νόηση και τα φρονήματα.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, πολλές φορές συγχέουμε τους προβληματισμούς μας για τον προσανατολισμό και την ποιότητα της εκπαίδευσης με έναν γενικό λόγο περί γλώσσας. Ενώ κατ’ ουσία μας απασχολεί το κατά πόσο τα σχολεία μας διδάσκουν γραμματισμό και τα πανεπιστήμιά μας ακριβολογία και σαφήνεια στην έκφραση, καταλήγουμε να νοσταλγούμε την καθαρεύουσα ή να φαντασιωνόμαστε υπολογιστές για τη διδασκαλία της γραμματικής και του λεξιλογίου…

Είναι λοιπόν δύσκολο να βρεθεί αφορμή για να μιλήσει κανείς για τη γλώσσα καθεαυτή. Άλλωστε, η γλώσσα βρίσκεται στο κέντρο της ανθρώπινης φύσης, αρθρώνει τη νόησή μας και συναρμόζει τις ανθρώπινες σχέσεις και τον κοινωνικό μας βίο: ξεκινώντας να μιλάμε για αυτήν, σχεδόν μοιραία καταλήγουμε κάπου αλλού.

[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 25ης Οκτωβρίου 2009]

11/10/09

Γλωσσική δομή και ανθρώπινη φύση

Κατάκτηση κι όχι εκμάθηση

Κάτω από τη μύτη μας ξετυλίγονται τα πιο σύνθετα και πολύπλοκα φαινόμενα στο σύμπαν, χωρίς καν να το πάρουμε χαμπάρι. Δεν αναφέρομαι μόνο στα μυστήρια της φυσικής σωματιδίων ή της κυτταρικής βιολογίας, αλλά και σε πολύ πιο κοντινά μας φαινόμενα, τα οποία μπορούμε ως ένα σημείο να παρατηρήσουμε. Ένα από αυτά είναι και η κατάκτηση της γλώσσας από τα μικρά παιδιά. Είπα «κατάκτηση» και όχι «εκμάθηση», αφού η γλώσσα δε μαθαίνεται, παρά αναπτύσσεται. Επίσης, είπα ότι η γλωσσική κατάκτηση είναι φαινόμενο που μπορούμε να παρατηρήσουμε, δεν μπορούμε όμως να το επηρεάσουμε κιόλας; Πολλοί γονείς αυτό πιστεύουν, στο κάτω-κάτω. Στην πραγματικότητα, μπορούμε να επηρεάσουμε την ανάπτυξη της γλώσσας του παιδιού πολύ πολύ λιγότερο απ’ ό,τι νομίζουμε.

Γλωσσικές δομές

Βεβαίως για να μάθει το παιδί μία λέξη πρέπει να την ακούσει να χρησιμοποιείται στο περιβάλλον του, αν και δεν είναι απαραίτητο να βρίσκεται στον λόγο που του απευθύνουμε (έτσι μαθαίνουν γρήγορα και αποτελεσματικά και τις περισσότερες βρισιές). Όμως ένα ακόμα πιο δύσκολο ερώτημα είναι πώς κατακτούν τα παιδιά τις γλωσσικές δομές της μητρικής γλώσσας τους. Ας δούμε απλά τι εννοούμε όταν μιλάμε για δομές.

Στα ελληνικά λέμε «έφαγα τη μικρή τυρόπιτα». Λέμε επίσης «έφτιαξα την τυρόπιτα μικρή» (όσοι από εμάς ξέρουμε να φτιάχνουμε τυρόπιτες). Ωστόσο, το «*έφαγα την τυρόπιτα μικρή» είναι αντιγραμματικό – εκτός κι αν κάποια ομιλήτρια εννοεί ότι έφαγε την τυρόπιτα όταν ήταν η ίδια μικρή. Άρα η κατάκτηση των γλωσσικών δομών είναι μια πολύ σύνθετη υπόθεση: πέρα από το να παράγει ό,τι είναι γραμματικό, το παιδί πρέπει επίσης να κατακτήσει (και να μην παράγει) ό,τι δεν είναι γραμματικό.

Μαθησιμότητα: εναντίον της γενίκευσης και της αναλογίας

Τώρα, εάν ρωτήσετε κάποιον πώς αναπτύσσει ένα παιδί τη γνώση των δομών, της γραμματικής δηλαδή, της μητρικής του γλώσσας, συνήθως η απάντηση είναι ότι το καταφέρνει μέσω γενίκευσης και αναλογίας. Αποτελεί δηλαδή (λανθασμένη) διαδεδομένη αντίληψη ότι το παιδί αναλύει τις προτάσεις που ακούει (π.χ. «έφαγα τη μικρή τυρόπιτα»), εντοπίζει κάποια γενικά μοτίβα (π.χ. ‘το επίθετο πάει πριν το ουσιαστικό’) και τα αναπαράγει κατ’ αναλογία. Κι όλα αυτά μέχρι την ηλικία των τριών με πέντε ετών το αργότερο, οπότε τα παιδιά έχουν ολοκληρώσει την κατάκτηση της μητρικής (ή των μητρικών) γλωσσών τους.

Ωστόσο αυτά υποτίθεται ότι τα κάνει ένα παιδί σε μια ηλικία που δεν μπορεί καλά-καλά να δέσει τα κορδόνια του. Επίσης, ελάχιστα παιδάκια στην ίδια ηλικία – ταλέντα το δίχως άλλο – μαθαίνουν τους κανόνες του ποδοσφαίρου, του σκακιού ή της πιλότας απλώς παρατηρώντας και γενικεύοντας. Επιπλέον, οι δομικοί κανόνες της γλώσσας είναι κατά πολύ πολυπλοκότεροι και συνθετότεροι απ’ αυτούς οποιουδήποτε αθλήματος, παιχνιδιού ή χαρτοπαιγνίου.

Συν τοις άλλοις, η θεωρία της μαθησιμότητας (learnability theory) υποδεικνύει ότι η διαδικασία γενίκευσης και αναλογίας δεν μπορεί ούτως ή άλλως να οδηγήσει στην επιτυχή εκμάθηση γλωσσικών δομών: εάν λ.χ. την εφαρμόζαμε στο παράδειγμα πιο πάνω, θα μας οδηγούσε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι το «έφαγα την τυρόπιτα μικρή» – όπου το ‘μικρή’ προσδιορίζει το ‘τυρόπιτα’ – είναι οκέι.

Πώς λοιπόν αναπτύσσει το παιδί τις σωστές γλωσσικές δομές της μητρικής γλώσσας του;

Η (γλωσσική) ανάπτυξη είναι στη φύση μας

Η πολύπλοκη δομή κάθε φυσικής γλώσσας αναπτύσσεται όπως περίπου το δέντρο από τον σπόρο. Μέσα στον σπόρο υπάρχουν προκαθορισμένες οδηγίες για να σχηματιστούν κορμός, κλαδιά, ρίζες, φύλλα αλλά και όλες οι θαυμαστές μικροσκοπικές λεπτομέρειες της βιολογίας του δέντρου. Αντίστοιχα, μέσα στον εγκέφαλο ενός νεογέννητου υπάρχουν προκαθορισμένες οι εξειδικευμένες δομικές αρχές της ανθρώπινης γλώσσας αλλά και μαθησιακοί μηχανισμοί που αφορούν τη γλωσσική δομή. Με την έκθεση στο γλωσσικό περιβάλλον, αυτοί οι μηχανισμοί αναπτύσσονται σε δομές που διέπονται από τις βασικές αρχές που ανέφερα πιο πάνω. Έτσι, το παιδί ‘μαθαίνει’ τη γραμματική της γλώσσας του στο βαθμό που ‘μαθαίνει’ να περπατάει ή να αναγνωρίζει ανθρώπινα πρόσωπα.

Πώς φτάνουμε από αυτές τις αρχές και τους μηχανισμούς στη διαφορά μεταξύ του «έφαγα τη μικρή τυρόπιτα» και του «έφτιαξα την τυρόπιτα μικρή»; Η απάντηση είναι τόσο σύνθετη – ίσως ακόμα πιο σύνθετη – όσο και αυτή που θα δίναμε στην ερώτηση πώς από το κουκούτσι της ελιάς φτάνουμε στο δέντρο ή γιατί οι καρποί που δίνει είναι πλούσιοι σε έλαια και όχι, λ.χ., σε σάκχαρα όπως του αμπελιού.

Το ίδιο το παιδί που κατακτάει τη δομή της γλώσσας δε χρειάζεται να ασχολείται με αυτά τα ζητήματα, απλώς ακολουθεί τη φύση του, ακόμα και κάτω από αντίξοες επικοινωνιακές συνθήκες όπως η τυφλότητα, και εν μέσω γνωστικών διαταραχών. Είναι στη φύση του.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 11ης Οκτωβρίου 2009]

27/9/09

Λεξιπενία και δανεισμός

‘Ομιλείτε ελληνικά;’

Διάβασα με πολύ ενδιαφέρον στον Πολίτη της 23ης Αυγούστου το άρθρο ‘Ομιλείτε ελληνικά;’ του κυρίου Ιάκωβου Χρίστου, φιλολόγου. Το κείμενο συζητάει την κατάσταση της ελληνικής γλώσσας σήμερα και είναι αντιπροσωπευτικό του πώς αυτή γίνεται αντιληπτή από μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης.

Η διαπραγμάτευση του θέματος διαπνέεται από έντονη ανησυχία για την ελληνική γλώσσα αλλά και από αγωνία για τις προοπτικές της ακόμα και να επιβιώσει. Βεβαίως, η μέριμνα για την καλλιέπεια, η καλλιέργεια της γλώσσας και η ακριβολογία βρίσκονται στην καρδιά των προβληματισμών κάθε προηγμένου πολιτισμού. Επίσης, αποτελούν αντικείμενο των φροντίδων κάθε φιλολόγου, αλλά και κάθε μορφωμένου ανθρώπου.

Διαβάζοντας το συγκεκριμένο άρθρο διαπίστωσα ότι ο συγγραφέας του έχει προβληματιστεί έντονα για κάποια θέματα γλωσσικής χρήσης. Ταυτόχρονα ωστόσο μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι, τουλάχιστον σε αυτήν την περίπτωση, οι ανησυχίες και η αγωνία του για την ελληνική γλώσσα ξεκινούν από παρανοήσεις και κάποιες παραναγνώσεις, όχι από εμπειρικά δεδομένα και χειροπιαστά γεγονότα. Έτσι, παρότι το πάθος για τη γλώσσα είναι έκδηλο, δυστυχώς δε δείχνει να συνοδεύεται από την ανάλογη εποπτεία των γλωσσικών επιστημών και από την απαραίτητη εμβάθυνση σε ζητήματα σχετικά με τη φύση της γλώσσας καθεαυτή.

Λεξιπενία;

Ο κύριος Χρίστου αισθάνεται ότι η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει – θέμα με το οποίο ξανασχοληθήκαμε στη στήλη την 3η Ιουνίου 2007 με τίτλο, ακριβώς, ‘Κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα;’. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται στην «ψευδαίσθηση ότι κατέχουμε και μιλούμε τη μητρική μας γλώσσα». Η διατύπωση αυτή είναι τουλάχιστον ατυχής: η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων κατέχουν και μιλούν τουλάχιστον μία μητρική γλώσσα, αυτό δεν επιδέχεται καμμιά αμφισβήτηση. Εάν τώρα αυτή η γλώσσα διαφέρει από τις παλιότερες μορφές της ή από την επίσημη ή τη δόκιμη ποικιλία, αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα, κοινωνικό και πολιτικό εν τέλει. Γενικά, άγλωσσοι ή ολιγόγλωσσοι άνθρωποι δεν υπάρχουν, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις με βαρειές διαταραχές νευρολογικής φύσεως. Δε συνεχίζω γιατί θεωρώ ότι ο κύριος Χρίστου, ως φιλόλογος, γνωρίζει καλύτερα κι από μένα ότι λ.χ. γλωσσική ικανότητα και ευφράδεια βεβαίως και δεν ταυτίζονται, κ.ο.κ.

Αμέσως μετά γίνεται λόγος για την ‘αποψίλωση, υποβάθμιση, κακοποίηση και νόθευση’ της γλώσσας μας. Κρίνοντας από την παράθεση του (εντελώς ατεκμηρίωτου κι αβάσιμου) κλισέ περί ανθρώπων με λεξιλόγιο 200-300 λέξεων παρακάτω, ο κύριος Χρίστου ταυτίζει τις τέσσερις αυτές πληγές με την εικαζόμενη συρρίκνωση του λεξιλογίου της ελληνικής. Παρά τους σχετικούς ισχυρισμούς (πάντοτε ατεκμηρίωτους, αβάσιμους και χωρίς παραπομπές στην έρευνα) δεν υπάρχει καμμία απολύτως ένδειξη ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει. Άλλωστε, αν μη τι άλλο, ο ίδιος ο κ. Χρίστου δείχνει πώς η γλώσσα «των νέων» εμπλουτίζεται δραματικά (αν και μάλλον προσωρινά) με πάμπολλες αγγλικές λέξεις. Έτσι, ακόμα και αν τα λεξιλόγιά μας βρίθουν από λέξεις ‘λάθος’ προελεύσεως, πάντως με τίποτα δε συρρικώνονται. Για τη λεγόμενη λεξιπενία έγραψα αναλυτικά στο άρθρο της 29ης Οκτωβρίου 2006 ‘Λεξιπενία ή κειμενική δυσπραξία;’.

Γλώσσα και σκέψη

Κατόπιν, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, ο κ. Χρίστου επικαλείται το εκτός συμφραζομένων και ελαφρώς παραναγνωσμένο (αφού ο Βιτγκενστάιν μιλάει για τον φιλοσοφικό λόγο και τη φύση της γνώσης) παράθεμα του αυστριακού φιλοσόφου ότι τα όρια της γλώσσας συμπίπτουν με τα όρια του κόσμου. Το συνοδεύει μάλιστα με μια μαξιμαλιστική διατύπωση της ‘εικασίας του Whorf’, ότι δηλαδή η γλώσσα διαμορφώνει και περιορίζει τη σκέψη. Και ο αφορισμός του Βιτγκενστάιν και η εικασία του Whorf έχουν συζητηθεί επανειλημμένα και εκτενώς σε πλήθος εκλαϊκευτικών βιβλίων για τη γλώσσα, όπου έχουν τοποθετηθεί στις ορθές διαστάσεις τους, αν όχι αναιρεθεί. Αυτό θα έπρεπε να είναι γνωστό.

Σε αυτό το σημείο ομολογώ ότι με ανησυχεί το ότι γνώση που θα έπρεπε να αποτελεί κοινό κτήμα εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες δεν φαίνεται να έχει υποπέσει στην αντίληψη ενός φιλολόγου. Αντιλαμβάνομαι ότι κάτι δυσάρεστο μάς λέει αυτό και για τις πανεπιστημιακές σχολές που παράγουν φιλολόγους αλλά και για τις αναιμικές προσπάθειες των Ελλήνων γλωσσολόγων για εκλαΐκευση και διάδοση των ανακαλύψεων της γλωσσικής επιστήμης.

Δανεισμός

Ένα τελευταίο σημείο: ο κ. Χρίστου αφιερώνει μεγάλο μέρος του άρθρου του στη σκιαγράφηση με ζωηρό και άμεσο τρόπο, αλλά και με αναπόφευκτη υπερβολή, κάποιων δανείων (‘παρεισφρήσεις’ τα ονομάζει) από τα αγγλικά στα ελληνικά. Ωστόσο, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας: όσα από αυτά επιζήσουν μέχρι την επόμενη δεκαετία (ποιος να θυμάται πια ξενισμούς όπως μπριγιόλ, σιλάνς, τζουστ κτλ. που μαράθηκαν όταν πέρασε η μόδα τους), θα ενσωματωθούν στη γλώσσα και θα προστεθούν στη χορεία μη-ελληνικών λέξεων στα ελληνικά όπως ‘παράδεισος’ από τα περσικά, ‘αμήν’ κι ‘οθόνη’ από τα εβραϊκά, ‘γλέντι’, ‘ταψί’ και ‘καφές’ από τα τούρκικα, ‘φουστάνι’ από τα αραβικά, ‘μπουγάδα’ από τα καταλανικά, ‘πιάτο’ και ‘πουκάμισο’ από τα ιταλικά – και ούτω καθεξής. Για να μην κουράζω τους αναγνώστες, σταματώ εδώ και παραπέμπω και πάλι σε παλιότερο άρθρο αυτής της στήλης με τίτλο ‘Δανεικά κι αγύριστα’, της 16ης Δεκεμβρίου 2007, όπου συζητιέται πιο διεξοδικά το θέμα του δανεισμού.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 27ης Σεπτεμβρίου 2009]

13/9/09

Τα μόρια της γλώσσας και η ζωή των λέξεων

Μορφήματα

Την προηγούμενη φορά είδαμε ότι οι περισσότερες λέξεις έχουν εσωτερική δομή, ότι δηλαδή διαιρούνται σε μικρότερα συστατικά, τα μορφήματα. Διακρίναμε τα μορφήματα σε όσα φέρουν κάποιο περιεχόμενο, τις ρίζες, όπως λ.χ. το βιδ- στο ‘βιδώνω’, και στα γραμματικά μορφήματα, που είναι φορείς γραμματικών χαρακτηριστικών όπως γένος, αριθμός, χρόνος, άρνηση, ποιόν ενεργείας κτλ. Σήμερα θα δούμε πώς συνδυάζονται οι ρίζες με τα γραμματικά μορφήματα και τι αινίγματα προκύπτουν από αυτή τη διαδικασία.

Κανόνες και περιορισμοί

Τα μορφήματα συνδυάζονται μεταξύ τους με βάση μορφολογικούς κανόνες και οι συνδυασμοί τους υπόκεινται σε περιορισμούς. Ένα παράδειγμα του πώς λειτουργεί ένας μορφολογικός κανόνας είναι η συμπεριφορά του μορφήματος –ότητα, το οποίο μετατρέπει το στοιχείο πάνω στο οποίο κολλάει σε ουσιαστικό που δηλώνει ιδιότητα: ψυχρός-ψυχρότητα, πολικός-πολικότητα, κόσμιος-κοσμιότητα κτλ. Ωστόσο, το –ότητα κολλάει μόνο πάνω σε επίθετα. Έτσι, δεν έχουμε λ.χ. βιβλίο-*βιβλιότητα.

Βεβαίως, και οι λέξεις συνδυάζονται μεταξύ τους με βάση κανόνες, που λέγονται συντακτικοί, για να σχηματίσουν φράσεις και λέξεις. Και οι συντακτικοί κανόνες υπόκεινται σε ποικίλους περιορισμούς (αλλά δε θα μπούμε σε λεπτομέρειες εδώ). Το βασικό σημείο είναι ότι μπορούμε να κατασκευάσουμε λέξεις συνδυάζοντας μορφήματα, όπως, αντίστοιχα, συνδυαζουμε λέξεις για να κατασκευάσουμε φράσεις και προτάσεις. Μπορούμε δηλαδή να πούμε με άλλα λόγια ότι ο συνδυαστικός μηχανισμός που συναρμολογεί λέξεις είναι αντίστοιχος με αυτόν που συντάσσει προτάσεις. Ενδεχομένως να πρόκειται για τον ίδιο μηχανισμό κατά βάθος.

Κι εδώ ακριβώς ανακύπτει ένα σοβαρό ζήτημα.

Θέματα ερμηνείας

Ενώ λοιπόν ο μηχανισμός που φτιάχνει λέξεις από μορφήματα (η μορφολογία) μοιάζει πάρα πολύ με αυτόν που φτιάχνει φράσεις και προτάσεις από λέξεις (τη σύνταξη), υπάρχει μια πολύ σοβαρή διαφορά μεταξύ τους στην ερμηνεία όσων παράγουν.

Στη σύνταξη, η ερμηνεία της φράσης συντίθεται απευθείας από τις σημασίες των λέξεων που την απαρτίζουν. Έτσι, π.χ., για να καταλάβουμε τι σημαίνει ‘άσπρο κουνέλι’, αρκεί να ξέρουμε τι σημαίνουν οι δύο λέξεις ‘άσπρο’ και ‘κουνέλι’. Στη σημασιολογία αυτό λέγεται συνθετικότητα (compositionality): το όλον προκύπτει από τον συνδυασμό των μερών.

Τώρα, και στη μορφολογία έχουμε κάποτε συνδυαστικότητα στην κατασκευή λέξεων από μορφήματα: η σημασία του ξε-βιδώνω είναι ξεκάθαρη εάν ξέρουμε τη σημασία του ‘ξε-’ και του ‘βιδώνω’. Ωστόσο, στο χτίσιμο λέξεων η συνδυαστικότητα μοιάζει να είναι η εξαίρεση: έτσι, η σημασία των περισσότερων λέξεων δεν προκύπτει από τις σημασίες των μορφημάτων που την απαρτίζουν. Απλό παράδειγμα και η λέξη ‘σουβλάκι’: ενώ ξεκάθαρα απαρτίζεται από τη ρίζα σουβλ- και το υποκοριστικό –άκι, η σημασία της δεν είναι συνάρτηση της σημασίας των δύο μορφημάτων, αφού ‘σουβλάκι’ δε σημαίνει μικρή σούβλα ή μικρό σουβλί. Αντίστοιχα η λέξη ‘γαλατ-άκι’ στην Κύπρο, που σημαίνει ‘σοκολατούχο γάλα’ ή ‘γάλα με κακάο’.

Η σημασία των λέξεων

Με άλλα λόγια, η σημασία μιας λέξης δεν μπορεί συνήθως να προβλεφθεί από τα μορφήματα που τη συνθέτουν: η ταχυ-πληρωμή είναι η γρήγορη πληρωμή, αλλά ο ταχυ-δρόμος δεν είναι ο γρήγορος δρόμος, και ούτω καθεξής. Προσέξτε επίσης ότι σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα μιλάμε αποκλειστικά για κυριολεκτικές σημασίες των λέξεων, όχι για μεταφορές, όπου – υπό τα κατάλληλα συμφραζόμενα – σχεδόν οποιαδήποτε λέξη μπορεί να σημάνει σχεδόν οτιδήποτε.

Ενώ λοιπόν λέξεις και φράσεις χτίζονται με αντίστοιχους τρόπους, η δομή των φράσεων παίζει καθοριστικό ρόλο στην ερμηνεία τους ενώ η δομή των λέξεων πάρα πολλές φορές μας λέει ελάχιστα για τη σημασία τους: το ασημόψαρο δεν είναι ψάρι, είναι ένα μικρό έντομο (λέπισμα το αργυρόχρουν). Αντίστοιχα, ‘ξεσκάω’ δε σημαίνει ‘δεν σκάω’ ή ‘σκάω έξω’ ή ‘σκάω εντελώς’, το ‘θερμοκήπιο’ δεν είναι κήπος – και ούτω καθεξής.

Με άλλα λόγια, οι συντακτικές δομές, οι φράσεις και οι προτάσεις, ερμηνεύονται σχεδόν πάντα ως συνάρτηση της δομής τους και του τι σημαίνουν οι λέξεις τους. Αντίθετα, οι ίδιες οι λέξεις είναι σημασιολογικά αυτόνομες και έχουν, όπως λέει κι ο μεγάλος μορφολόγος Aronoff, τη δικιά τους ζωή. Συνεπώς, οι σημασίες τους μπορεί να είναι πάρα πολύ απομακρυσμένες από τη σημασία των μορφημάτων που τις απαρτίζουν. Ακριβώς γιατί συμβαίνει αυτό, είναι ένα ζήτημα που προσπαθεί να εξιχνιάσει η σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 13ης Σεπτεμβρίου 2009]

6/9/09

Οι λέξεις, τα ροδάκινα και τα πράγματα

Οι περισσότερες συζητήσεις για τη γλώσσα αφορούν αποκλειστικά λέξεις: συχνά αντιμετωπίζουμε τη γλώσσα σαν να αποτελείται από λέξεις και μόνο. Η έμφαση που τους δίνουμε δεν είναι ούτε τυχαία ούτε ανεξήγητη, αφού οι λέξεις ανταποκρίνονται σε νοητικές έννοιες: νοητικές αναπαραστάσεις πραγμάτων στον κόσμο γύρω μας (π.χ. ροδάκινο, ιδρώνω) ή αφηρημένες έννοιες (π.χ. υπάρχω, περιορισμός). Έτσι, οι λέξεις δεν αποτελούν ετικέτες των πραγμάτων, άλλωστε ποιος μπορεί να μας δείξει έναν περιορισμό όπως μπορεί να μας δείξει ένα ροδάκινο. Ωστόσο, ακόμα και φαινομενικά απλές λέξεις (και έννοιες) όπως ‘ροδάκινο’ κρύβουν πολυπλοκότητα: σκεφτείτε, για παράδειγμα, πόσο δύσκολο είναι να διατυπώσουμε τη διαφορά μεταξύ ροδάκινου, γιαρμά, βανίλιας, κορόμηλου και νεκταρινιού, ακόμα και για όσους τα τρώμε χρόνια.

Φυσικά, το στοκ των λέξεων που διαθέτει μία γλώσσα δεν παραμένει σταθερό και αναλλοίωτο, αφού λέξεις εκλείπουν ή προστίθενται στη γλώσσα κάποτε με δανεισμό (π.χ. ‘παράδεισος’ από τα περσικά, ‘γλέντι’ και ‘καφές’ από τα τούρκικα, ‘φουστάνι’ από τα αραβικά, ‘πιάτο’ από τα ιταλικά, ‘μπουγάδα’ από τα καταλανικά κτλ.), κάποτε με βάση γραμματικές διαδικασίες (π.χ. ‘αλατ-ο-πίπερο’, ‘κουκουναρό-σπορος’, ‘διαφορετικ-ότητα’) και κάποτε με αλλαγή της σημασίας (π.χ. ‘υπουργός’ – που σήμαινε ‘υπηρέτης’, ‘δουλεύω’, ‘αγαθός’).

Τι είναι λοιπόν γλώσσα πέρα από τις λέξεις; Αν οι λέξεις είναι δομικά υλικά, όπως τα τούβλα και οι πέτρες, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε πως όποιος έχει έναν σωρό από δομικά υλικά έχει μια συνοικία με κτήρια και δρόμους. Αυτό που θα έλειπε στην περίπτωσή μας είναι το σχέδιο, η τεχνική και ο συνδυασμός των υλικών, δηλαδή οι δομικοί κανόνες με βάση τους οποίους χτίζονται τοίχοι, όροφοι και κτήρια. Επομένως, (μία) γλώσσα είναι και οι γραμματικοί κανόνες που διέπουν τον συνδυασμό των λέξεων (η σύνταξη), οι γραμματικοί κανόνες σχηματισμού λέξεων (η μορφολογία) και οι γραμματικοί κανόνες για το πώς προφέρεται η γλώσσα (φωνολογία). Έτσι, γλώσσες με αρκετά συγγενές λεξιλόγιο, όπως τα αγγλικά και τα ολλανδικά, διαφέρουν ξεκάθαρα μεταξύ τους ακριβώς λόγω των διαφορετικών γραμματικών κανόνων τους. Συνοψίζοντας, γλώσσα = λέξεις + γραμματική.

Η σύγχρονη γλωσσολογία κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα γραμματικά συστήματα των ανθρώπινων γλωσσών διαφέρουν μεταξύ τους πολύ λιγότερο από όσο νομίζουμε, ότι διέπονται από «καθολικές αρχές» – δηλαδή από γενικές δομικές αρχές. Αυτές οι καθολικές αρχές (περι)ορίζουν τη γραμματική όλων των γλωσσών και πραγματώνονται σε όλα τα γραμματικά συστήματα. Συνεπώς δεν υπάρχουν γραμματικά συνθετότερες και λιγότερο σύνθετες γλώσσες, ούτε γλώσσες με πλουσιότερα ή πληρέστερα γραμματικά συστήματα από άλλες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω είναι κι αυτό της Γουόλμπιρι (Warlpiri), μιας από τις πολλές γλώσσες των Αβορίγινων της Αυστραλίας. Η μορφολογία της Γουόλμπιρι και κάποια συντακτικά χαρακτηριστικά της μοιάζουν με αυτά κλασσικών γλωσσών όπως η σανσκριτική, η αρχαία ελληνική, η λατινική. Αυτό το γεγονός είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, αφού μέχρι την άφιξη των Ευρωπαίων, στα τέλη του 18ου αιώνα, οι αυστραλιανοί Αβορίγινες είχανε ζήσει ως τροφοσυλλέκτες με στοιχειώδη εργαλεία και σε πλήρη απομόνωση από την υπόλοιπη ανθρωπότητα για περίπου 40.000 χρόνια.

Όλα αυτά θα έπρεπε να βάλουν σε αμφιβολίες τους θιασώτες απόψεων κατά τις οποίες υπάρχουν γλώσσες πολυπλοκότερες ή εκφραστικότερες από άλλες λόγω της γραμματικής δομής τους, αφού ακόμα και η γλώσσα μιας κοινωνίας τροφοσυλλεκτών ή η άγραφη διάλεκτος μιας κοινότητας φτωχών νομάδων παρουσιάζουν δομή και οργάνωση εφάμιλλες και εξίσου σύνθετες με αυτές γλωσσών με μακρά γραπτή παράδοση.

[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 6ης Σεπτεμβρίου 2009]

2/8/09

Εκλεπτυσμένα γούστα;

Ως θιασώτης του γαστρονομικού τουρισμού, ρώτησα την κοπέλα που μας σέρβιρε την πρώτη μέρα των διακοπών στην Αστυπάλαια ποιες είναι οι ντόπιες σπεσιαλιτέ. Ανάμεσα σε πολλές και ενδιαφέρουσες ανέφερε δειλά και χαμηλόφωνα τα «πουντζιά με τυρί». Έτσι, εδώ στο δυτικό άκρο του νοτιοανατολικού συνεχούς των ελληνικών διαλέκτων, θυμήθηκα μια συζήτηση που είχα πριν έξι χρόνια κάπου στο ανατολικότερο άκρο του, στην Κύπρο, με έναν νεοελληνιστή. Ο νεοελληνιστής, με αφορμή τα κυπριακά ερωτικά ποιήματα του 16ου αιώνα, παραπονιόταν που «χάθηκε εκείνη η ωραία μορφή της κυπριακής ελληνικής, αφού πλέον η διάλεκτος έχει γεμίσει τούρκικα ch και dj». Δεν ξέρω εάν οι νοτιοανατολικές διάλεκτοι δεν είχαν φατνιακά συμπλέγματα, όπως το dj στο ‘πουντζιά’, πριν την επαφή τους με τα τούρκικα˙ πάντως η εκτενής γεωγραφική κατανομή τέτοιων φθόγγων από την Αστυπάλαια μέχρι την Κύπρο και μέχρι την Κρήτη με κάνει να αμφιβάλλω ότι αποτελούν τουρκικό δάνειο.

Ωστόσο, το σχόλιο για τους υποτιθέμενα τουρκογενείς φθόγγους φωτίζει ένα άλλα θέμα, ευρύτερου ενδιαφέροντος: ότι τα γλωσσικά γούστα μας και οι κρίσεις μας για γλωσσικούς τύπους (φθόγγους, καταλήξεις, λέξεις, συντακτικά σχήματα κτλ.) είναι κάθε άλλο παρά αισθητικές, και ότι πρόκειται για αξιολογήσεις κοινωνικού αλλά και ευρύτερα ιδεολογικού χαρακτήρα. Έτσι, τα φατνιακά ‘ch’ και ‘dj’ είναι άσχημα γιατί, κατά τη διαίσθηση μερικών, όζουν τουρκιά. Τα μάλλον κορακίστικα ‘θεωρείσο’ ή ‘θεωρούντο’ τείνουν από πολλούς να θεωρούνται πιο δόκιμα και κομψότερα από τα ‘θεωρούσουν’ και ‘θεωρούνταν’ ακριβώς επειδή τα πρώτα φαντάζουν αρχαιοπρεπέστερα. Επίσης, η επίφαση λογιότητάς τους σίγουρα έχει συντελέσει στην αυξημένη δημοτικότητα των κάπως άγαρμπων ονοματικών συνόλων χωρίς άρθρο στα οποία προτάσσεται η γενική, ιδίως σε τίτλους (‘ανθρώπων έργα’, ‘Ιωνίας μνήμες’) και σε ονομασίες διαφόρων υπηρεσιών και καταστημάτων (‘βίου αποκατάστασις’, ‘Μεσογείου γεύσεις’, ‘οίνου μέλαθρον’) κτλ. Τέλος, από την άλλη, το ‘εναντίον’, επειδή συντάσσεται με γενική, βοτανίστηκε συστηματικά για δεκαετίες λόγω καθαρευουσιανισμού. Και ούτω καθεξής.

Με άλλα λόγια, οι κρίσεις μας για τη γλώσσα, από τις πιο γενικευτικές (π.χ. για τα «βαριά ηπειρώτικα», τα «νωθρά σαλονικιώτικα», τα «τραγουδιστά κερκυραϊκά» κτλ) μέχρι τις πιο εξειδικευμένες, όπως π.χ. οι παραπάνω, είναι πάντοτε εξωγλωσσικού και συνήθως μη-αισθητικού χαρακτήρα. Πίσω από τα γλωσσικά μας γούστα βρίσκονται κρυμμένες πολλές ιδεολογικές προτιμήσεις, προκαταλήψεις ή και ανασφάλειες μας.

Δεν υπάρχουν δηλαδή γλωσσικά γούστα. Υπάρχουν ωστόσο κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές στάσεις. Ως χρήστες της γλώσσας συσχετίζουμε κάποιους γλωσσικούς τύπους με συγκεκριμένες κοινωνιογλωσσικές μεταβλητές: κοινωνικές ομάδες και συμπεριφορές, ιδεολογικές στάσεις, στοιχεία πολιτικής ή εθνικής ταυτότητας. Αυτά μάλλον είναι γνωστά, στο κάτω-κάτω στη χώρα του Γλωσσικού Ζητήματος δε λείπουν ούτε οι σοφοί φιλόλογοι, ούτε οι άξιοι κοινωνιογλωσσολόγοι, ούτε οι οξυδερκείς γλωσσικοί αναλυτές. Το ότι τέτοιου είδους κρίσεις και γούστα καθοδηγούν τους ρυθμιστές της γλώσσας είναι επίσης δεδομένο κι αναπόφευκτο: έτσι λειτουργεί εν πολλοίς η γλωσσική ρύθμιση σε όλες τις κουλτούρες με γραπτή παράδοση. Απλώς καλό είναι να έχουμε υπόψη μας σε τι είδους αξιολογική κρίση προβαίνουμε όταν, πάντοτε επιλεκτικά, στιγματίζουμε «άχαρα» ιδιώματα, «βαρβαρικές» λέξεις, «κακόηχες» καταλήξεις, «ασύντακτες» εκφράσεις και – πολύ περισσότερο – τους χρήστες τους.

[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 2ας Αυγούστου 2009]

5/7/09

Λεξιπενία. Πάλι.

Στην καταχώριση αρ. 9 των Collectanea του, ο Z. Λορεντζάτος διατυπώνει με λακωνική σοφία την πλάνη της εξίσωσης «γλώσσα=λέξεις». Ωστόσο, για τους περισσότερους από εμάς, η εξίσωση είναι δυστυχώς αυτονόητη. Έτσι, όταν πρόσφατα ξανάνοιξε η συζήτηση για το γλωσσικό μάθημα σε φιλικό σπίτι, μοιραία κατέληξε στη λεξιπενία: οι φίλοι μου θεωρούσαν ότι πρέπει να αποτελεί σημαντικό γλωσσικό πρόβλημα, άλλωστε αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες που παρακίνησαν το Υπουργείο Παιδείας να ενισχύσει το μάθημα των Αρχαίων στο Γυμνάσιο το 2004. Κανείς τους πάντως δεν μπορούσε να ορίσει τη λεξιπενία.

Πολλοί ταυτίζουν τη λεξιπενία με τη (νεανική) αργκό, η οποία όμως διακρίνεται από πάμπολλα χαρακτηριστικά της δημιουργικής φύσης του γλωσσικού φαινομένου: μια επίσκεψη στον ιστότοπο http://www.slang.gr με τον θεαματικό λεξιλογικό πλούτο που ανθολογεί, θα πείσει τους περισσότερους. Αυτά είναι όμως γνωστά ήδη από το κεφάλαιο του Γ. Βελούδη στο βιβλίο ‘Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα’.

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι λεξιπενία ενσκήπτει όταν χρησιμοποιούμε μόνο μια χούφτα λέξεις καθημερινά. Πράγματι, θρυλείται (χωρίς τεκμηρίωση) ότι χρησιμοποιούμε 300 ή 500 ή 900 στην καθημερινή επικοινωνία. Βεβαίως, ο αριθμός λέξεων σε χρήση εξαρτάται πρωτίστως από το τι έχουμε να συζητήσουμε και σε πόσα συμφραζόμενα, από το πόσο μιλάμε και για πόσο ποικίλα θέματα. Αν η καθημερινή επικοινωνία μας εξαντλείται σε ένα μίνιμουμ στιχομυθιών, το λεξιλόγιο σε χρήση θα είναι μικρό. Αν όμως υπάρξει ανάγκη να επιχειρηματολογήσουμε, έστω και για απλά θέματα όπως μια οικονομική διαφορά ή ένας ερωτικός καβγάς, το λεξιλόγιο σε χρήση θα είναι βεβαίως εκτενέστερο. Άρα ούτε εδώ μπορούμε να μιλάμε για λεξιπενία.

Συνεχίζουμε λοιπόν: ας εικάσουμε ότι έχουμε λεξιπενία όταν δε χρησιμοποιούμε τις λέξεις ορθά. Πιο συγκεκριμένα, σε πρόσφατη εκπαιδευτική έρευνα της Α. Βερέβη διαβάζουμε και για λάθη όπως «άνθρωποι που αντικρούουν τη μόδα», αντί του δόκιμου ‘απορρίπτουν’, ή τη χρήση του «κακαίσθητος» αντί για ‘ακαλαίσθητος’. Διαπιστώνουμε κατ’ αρχήν ότι η γλωσσική ικανότητα των μαθητών που κάνουν τέτοια λάθη είναι φυσιολογικότατη: επέκτειναν τη σημασία του ‘αντικρούω’, ενώ σχημάτισαν το αδόκιμο αλλά γραμματικό ‘κακαίσθητος’ για να αποδώσουν μία έννοια για την οποία δεν έβρισκαν κατάλληλη λέξη. Σίγουρα όμως ένας παιδαγωγός διακρίνει ταυτόχρονα την αποτυχία του γλωσσικού μαθήματος να διδάξει λεξιλόγιο: άλλωστε στέλνουμε τα παιδιά σχολείο ακριβώς και για να μην αρκούνται στο στοκ των 40.000 λέξεων των αναλφάβητων.

Αυτό που αποτελεί γενική ομολογία των εκπαιδευτικών (τεκμηριωμένη από την έρευνα) είναι πάντως ότι οι μαθητές τους δυσκολεύονται πολύ να συνθέσουν μία παράγραφο με λογικό ειρμό και συνοχή. Αποτελεί επίσης κοινό μυστικό ότι αδυνατούν να αντεπεξέλθουν σε προφορικά και γραπτά γλωσσικά τεστ και ότι αγνοούν τη διαφορά μεταξύ κειμενικών ειδών: ό,τι και να γράψουν (είτε πρόκειται για έκθεση ιδεών, είτε για επιστολή διαμαρτυρίας, είτε για αίτηση) διέπεται από συνειρμική δομή και κοσμείται με ξύλινη γλώσσα ή ψευδοποιητισμό.

Προκύπτει τελικά ότι το πρόβλημα δεν είναι κάποια εκδοχή της λεξιπενίας παρά ο ελλιπής γραμματισμός, δηλαδή η ελαττωματική χρήση δόκιμου γραπτού λόγου για την παραγωγή κειμένων επικοινωνιακά κατάλληλων για την περίσταση. Προφανώς τα Νέα Ελληνικά δε διδάσκονται αρκετά ή σωστά στο σχολείο. Ή και τα δύο.

[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 5ης Ιουλίου 2009]

Από το ‘διανοούσουν’ στην ‘ευθραυστότητα’

Οι ζόρικοι παρατατικοί

Πρόσφατα πήρα ένα ιμέιλ από τον γνωστό μπλογκά old boy σχετικά με μια συζήτηση που είχε με κάποιον άλλο πολίτη του διαδικτύου. Ο προβληματισμός τους αφορούσε τους δύσκολους τύπους του παρατατικού μεσοπαθητικών ρημάτων όπως ‘διανοούμαι’, ‘διερωτώμαι’ και ούτω καθεξής. Πριν προχωρήσω, πρέπει να τονίσω ότι με το θέμα έχει ασχοληθεί προσεκτικά αλλά αναλυτικά ο Θ. Μωυσιάδης σε μια ανάρτησή του και όσα θα σημειώσω εδώ θα πρέπει να διαβαστούνε σε σχέση με το κείμενό του.

Μου ανέφερε λοιπόν ο old boy μια συζήτηση κατά την οποία ο συνομιλητής του δηλώνει ότι προτιμάει τη χρήση τύπων όπως ‘διενοείσο’ αντί για ‘διανοούσουν’, αφού στο δεύτερο, κατά τη γνώμη του, περισσεύουν τα ‘ου’. Αν και δεν το αναφέρει, ίσως ο συνομιλητής του old boy να ενοχλήθηκε και από τη χασμωδία του ‘οου’ στο ‘διανοούσουν’. Tο όλο ζήτημα κανονικά εμπίπτει στη δικαιοδοσία του κ. Τζιονή δίπλα, όμως έχει ενδιαφέρουσες προεκτάσεις πέρα από το στενό θέμα του δόκιμου ή μη παρατατικού. Γι’αυτό λοιπόν θεωρησα σκόπιμο να μεταφέρω τη γνώμη μου και να την αναπτύξω εδώ.

Τεχνητοί τύποι

Υπάρχει πράγματι σαφής τάση είτε να αποφεύγονται τύποι όπως ‘διανοούσουν’ και ‘διερωτούμουν’ είτε να υποκαθίστανται από τεχνητούς αρχαιοπρεπείς τύπους όπως ‘διενοείσο’ ή ‘διανοείσο’ και ‘διερωτούμην’. Αφήνοντας στην άκρη την αποφυγή, θα συζητήσω τους τεχνητούς αυτούς αρχαιοπρεπείς τύπους.

Θεωρώ ότι η κατασκευή τέτοιων τύπων αποτελεί γλωσσικό ακκισμό, ή ‘τσαλίμι’, αν προτιμάτε. Γιατί όμως; Ας συζητήσουμε το παράδειγμα του ‘διενοείσο’ ή ‘διανοείσο’, για να γίνει η κουβέντα πιο σαφής και συγκεκριμένη.

Πρώτα-πρώτα, αν θέλαμε να είμαστε ‘σωστοί’, ο ορθός κλασσικός τύπος για το β' ενικό παρατατικού του ‘διανοούμαι’ θα ήταν ‘διενοού’. Φυσικά κανείς δε θα σας καταλάβαινε αν λέγατε π.χ. ‘διενοού όλην αυτή την ώρα τις συνέπειες των πράξεων σου;’ Βεβαίως, η κατάληξη –σο του τεχνητού ‘διενοείσο’ ή ‘διανοείσο’ πράγματι υπήρξε ως κατάληξη β' προσώπου παρατατικού, αλλά εξέλιπε από τη γλώσσα πριν περίπου 26 αιώνες. Στο βαθμό που θα χρησιμοποιηθεί στα νέα ελληνικά, σπανιότατα, δεν μπορεί να γενικευτεί καθόλου, έτσι τα ‘*κυλιόσο’ και ‘*αγαπιόσο’ είναι απλώς κορακίστικα. Πρόκειται ουσιαστικά για μια νεκρή κατάληξη.

Τώρα, σχετικά με το θεωρούμενο ως πρόβλημα του ‘διανοούσουν’, ότι δηλαδή περιέχει πολλά 'ου'. Σιγουρα αυτό δεν είναι πρόβλημα, έχουμε πάμπολλες λέξεις με πολλά ‘ου’ στα νέα ελληνικά: δε θα καταργούσαμε τα ‘μπουμπουνιέρα’, ‘αμπελουργού’, ‘μουσουργού’, ‘(Μονή) Κουτλουμουσίου’ και άλλα πολλά. Ακόμα και η χασμωδία του ‘οού’ στο ‘διανοούσουν’ δεν είναι αρκετή για να μας βάλει να επινοούμε τύπους: ορίστε, υπάρχει λόγου χάρη στο ‘επινοούμε’. Ή και στο ‘δακρυρροούν’, και πάει λέγοντας.

Προς τι το άγχος, λοιπόν;

Όπως ξαναείδαμε συνοπτικά στο άρθρο ‘Ο νέος αρχαϊσμός’ (στις 2 Νοεμβρίου 2008), η μόδα των ‘διανοείσο’ / ‘διενοείσο’ και των άλλων τεχνητών τύπων ‘αποτελείτο’, ‘απειλείτο’, ‘συγκαλείτο’ (αντί για ‘αποτελούνταν’, ‘απειλούνταν’ και ‘συγκαλούνταν’) εντάσσεται σε ένα γενικότερο φαινόμενο. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που οφείλεται σε ένα μεταγλωσσικό αντανακλαστικό: αυτό μιας κοινωνικά διαδεδομένης και σχεδόν εσωτερικευμένης γλωσσικής αρχαιολατρίας. Με άλλα λόγια, κάποιοι προσπαθούν (ακόμα) να κάνουν κάποιους γλωσσικούς τύπους εδώ κι εκεί να ακούγονται αρχαιοπρεπέστεροι. Πρόκειται ίσως για αναζωπυρωμένο υπόλειμμα της ‘μαλλιαροφοβίας’, του τρόμου απέναντι στην εξτρέμ δημοτική (τη ‘μαλλιαρή’). Προφανώς πολλοί ακόμα αισθάνονται τον δαιμονοποιημένο ψυχαρισμό ως μια απειλή που θα καταντήσει την καθομιλουμένη να ακούγεται σαν ‘βλάχικα’, ‘χωριάτικα’, ή δεν ξέρω τι, και πάντως πολύ μακρινή από τη χαμένη Εδέμ των αρχαίων ελληνικών.

Για να το πούμε πιο απλά, κάποιοι τύποι απλώς χτυπούν άσχημα στο αυτί μας όχι λόγω των φθόγγων τους, παρά επειδή δε συμμορφώνονται με κάποιο θολό κι ακαθόριστο πρότυπο αρχαιοπρέπειας που (ακόμα) διέπει κάποιες κρίσεις μας για τη γλώσσα και, στην περίπτωσή μας, κάποιους ρηματικούς τύπους. Κατά συνέπεια, πολλές φορές πίσω από την υποτιθέμενη ανάγκη για ευφωνία κρύβεται η διάθεσή μας να εξαρχαΐσουμε κομμάτια της γλώσσας. Γι’αυτό, όπως σημείωσε ο Γ. Χάρης στα Νέα πριν περίπου δύο χρόνια, η κακοφωνία του ‘φιλεύσπλαγχνος’, του ‘επισπευσθεί’ και του ‘ευθραυστότητα’ ελάχιστους δείχνει να ενοχλεί.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 5ης Ιουλίου 2009]

21/6/09

Πεφωτισμένοι

Η γλωσσολογία και ο κόσμος

Σκεφτόμουν αυτές τις μέρες ότι ξεκίνησα αυτή τη στήλη πριν τρία χρόνια. Με την επετειακή αυτή αφορμή θυμήθηκα την έντονη κατάπληξη που ένιωσα περίπου τότε, όταν συνειδητοποίησα τη γενικευμένη εχθρότητα μεγάλων μερίδων της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην επιστήμη και στη γλωσσική επιστήμη ειδικότερα. Μου είχε προκαλέσει σαστιμάρα η γενικευμένη απόρριψη της επιστημονικής μελέτης της γλώσσας, η εκ των προτέρων άρνηση να παρθούν υπόψη βασικές επιστημονικές αρχές και γλωσσικές πραγματικότητες, η παράθεση αναξιόπιστων ή και ανύπαρκτων αυθεντιών προς αναίρεση γλωσσολογικών ανακαλύψεων. Έκτοτε με αναστάτωσε πολλές φορές πόσο πεισματικά μερικοί βασίζονται αποκλειστικά στη διαίσθησή τους, σε κάποιες εκλάμψεις και σε μερικές σκόρπιες παρατηρήσεις τους για να διατυπώσουν τις γλωσσικές απόψεις τους.

Δράση, πλοκή, συγκινήσεις;

Αναρωτιέμαι ακόμα γιατί προτιμάει τόσος κόσμος να προβληματίζεται για τη γλώσσα ερήμην της επιστήμης, ενώ σαφώς λιγότεροι θα ισχυρίζονταν σήμερα εντύπως ότι, π.χ., η αριστοτελική θεωρία περί αναπαραγωγής είναι ανώτερη από τη σύγχρονη, ότι η καρδιά (κι όχι ο εγκέφαλος) είναι η έδρα των συναισθημάτων, ότι η γη είναι επίπεδη ή κούφια.

Η απάντηση νομίζω ότι βρίσκεται ακριβώς στην άκρη του νήματος της ‘κούφιας γης’ και των διάφορων συνωμοσιών. Όσο θαυμαστή κι αν είναι η μελέτη της ανθρώπινης φύσης, άρα και της γλώσσας, όσο συναρπαστική και αν είναι η γεωλογία, όσο κι αν παραμένουν ανεπίλυτα τόσα επιστημονικά ζητήματα, τους λείπει συνήθως ένα πράγμα: το στοιχείο του θρίλερ. Όταν λέω θρίλερ, εννοώ την πλοκή, την ίντριγκα, την πλεκτάνη, τις συνωμοσίες και – πάνω απ’ όλα – τις πολιτικές προεκτάσεις που προσφέρει ο κάθε Κώδικας Νταβίντσι, ο κάθε ισχυρισμός ότι δεν περπατήσαμε στο φεγγάρι πριν 40 χρόνια και άλλα τέτοια παρόμοια. Είναι πιο θρίλερ να πιστεύεις ότι η δική σου γλώσσα είναι ανώτερη κι ότι αντανακλά εξαίσια εθνικά χαρακτηριστικά. Είναι πιο συναρπαστικό να φρονείς ότι η ινδοευρωπαϊκή θεωρία είναι μια πελώρια συνωμοσία των γερμαναράδων – ή δεν ξέρω ποιων. Ο παράγοντας θρίλερ όμως δεν είναι ο μόνος που συντελεί στο σνομπάρισμα της γλωσσολογίας.

Λογική κι ευαισθησία

Ένας δημοσιογράφος, με τόνο επιτιμητικό και σχεδόν από καθέδρας, με χλεύασε κάποτε γιατί επισήμανα ένα λάθος του σε ένα γλωσσικό θέμα. Έψεξε την αδυναμία μου να δω την ομορφιά και τη βιωματική διάσταση της γλώσσας, θέματα για τα οποία βεβαίως ήταν αρμοδιότερος και ως δημοσιογράφος αλλά και ως πολύ ευαίσθητος άνθρωπος. Φυσικά, δεν τον εξισώνω με όσους διατυπώνουν, υποστηρίζουν και διαδίδουν ψευδογλωσσολογικές θεωρίες. Νομίζω όμως πως η καχυποψία και η απαξίωση των γλωσσικών επιστημών που εξέφρασε στρώνει τον δρόμο για τη διάδοση ψευδοεπιστημονικών εικασιών και κάθε λογής παραμυθιών για τη γλώσσα.

Να φέρω ένα παράδειγμα: τι συμβαίνει όταν χλευάζουμε ή αρνούμαστε ανεξέταστα την εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων στη μελέτη της ιστορίας της γλώσσας επειδή, λ.χ. «η ψυχή ενός έθνους δεν ανατέμνεται», ή επειδή «η γλώσσα μας είναι ο κόσμος μας» (γνωστή παρανάγνωση εδαφίου του Βιτγκενστάιν), ή γιατί «η ψυχρή λογική δεν μπορεί να αφουγκραστεί τους παλμούς της γλώσσας»; Προκύπτει ότι οποιοσδήποτε λόγος περί γλώσσας είναι εξίσου έγκυρος και ερμηνευτικός της γλωσσικής αλλαγής όσο και οποιοσδήποτε άλλος. Η επιστημονική αμφιβολία, η μεθοδική έρευνα και ο έλεγχος των δεδομένων υποκαθίστανται από τη φώτιση ή τη συσκότιση που εκδέχεται οποιοσδήποτε έχει χρόνο και διάθεση να εικοτολογεί. Συνεπώς, μπορεί ο καθένας μας να διαλέξει (ψάχνοντας στο διαδίκτυο, σε περιοδικά ποικίλης ύλης κ.ο.κ.) τη γλωσσική άποψη που ταιριάζει με τις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις ή τις προκαταλήψεις του: ότι η ελληνική είναι η μητέρα-γλώσσα όλων των ευρωπαϊκών, ότι διαθέτει αχανές λεξιλόγιο, ότι η γραμματική της κωδικοποιεί υπολογιστικές γλώσσες, ότι μας κατέφθασε από τον Σείριο, ότι το αλφάβητό της είναι γηγενές και ξεκλειδώνει πανάρχαιες προφητείες και μυστήρια.

Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα και η απαξίωση της επιστήμης αυτόκλητους πεφωτισμένους. Όπου ανθεί η ημιμάθεια πληθύνονται οι επιτήδειοι που την επικονιάζουν. Και οι επιτήδειοι ποτέ δεν εργάζονται ανυστερόβουλα.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 21ης Ιουνίου 2009]

14/6/09

5.000.000

Ακούγεται κάθε τόσο, ακόμα και από σοβαρούς ανθρώπους, ότι η ελληνική γλώσσα είναι η πλουσιότερη του κόσμου διότι διαθέτει λεξιλόγιο τουλάχιστον 5.000.000 λέξεων. Αυτήν την τερατολογία την έχει καταρρίψει μεθοδικά κι εμπεριστατωμένα ο Νίκος Σαραντάκος και στο βιβλίο του «Γλώσσα μετ’ εμποδίων» και στον ιστότοπό του, οπότε δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω όσα γράφει εκεί. Εδώ απλώς θα σκιαγραφήσω πόσο εξωπραγματικός είναι ο ισχυρισμός, ιδίως στο στόμα ανθρώπων με μόρφωση.

Πρώτα-πρώτα, όταν λέμε ‘λέξη’, εννοούμε το λήμμα, όχι το δείγμα (token). Έτσι, όσα δείγματα της λέξης ‘και’ κι αν περιέχει αυτό το κείμενο, για σκοπούς λεξιλογίου εμείς θα μετρήσουμε ένα μόνο δείγμα: μία λέξη. Επίσης, όταν το λήμμα κλίνεται, πάλι θα μετρήσουμε μία λέξη: λ.χ. δε θα μετρήσουμε τους τέσσερις τύπους του λήμματος ‘γάτα’ (γάτα, γάτας, γάτες, γατών) ως τέσσερις λέξεις. Με άλλα λόγια, όταν μετράμε το μέγεθος λεξιλογίων, μετράμε λήμματα, όχι τύπους. Αλλιώς, γλώσσες όπως η τουρκική, με την ευελιξία κι ευχέρεια της να κατασκευάζει τύπους, θα είχε δεκάδες εκατομύρια λέξεις.

Μένουμε λοιπόν στα λήμματα και προχωρούμε στο ότι ένας αναλφάβητος ενήλικος, είτε προέρχεται από κοινωνία τροφοσυλλεκτών είτε από μεταβιομηχανική κοινωνία, ξέρει περί τις 40.000 λέξεις. Οπωσδήποτε, το λεξιλόγιο του τροφοσυλλέκτη περιέχει διαφορετικού είδους λέξεις από αυτό του μεταβιομηχανικού ανθρώπου: λ.χ. εκεί όπου ο τροφοσυλλέκτης έχει ονόματα για κοινωνικές δραστηριότητες της ομάδας που ανήκει, ο μεταβιομηχανικός αναλφάβητος θα έχει τις λέξεις Βουλή, εφάπαξ, αστυνομία, απεργία κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, η σούμα βγαίνει εκεί κάπου στα 40.000 λήμματα.

Αναπόφευκτα, ο αλφαβητισμός και η εκπαίδευση αυξάνουν το ενδιάθετο λεξιλόγιο μέχρι και τρεις φορές, αφού προσφέρουν πρόσβαση στον γραπτό λόγο και, άρα, σε πλήθος λέξεων. Αν το σκεφτεί κανείς, 120.000 λήμματα είναι πολλά: άλλωστε, ολόκληρο το έργο του Σαίξπηρ περιέχει περί τα 35.000 λήμματα. Ακόμα πιο κοντά μας, η ελληνική γλώσσα από τον Όμηρο έως την Άλωση, μία περίοδο περίπου 24 αιώνων, αριθμεί περίπου 160.000 λήμματα στον Thesaurus Linguae Graecae. Τέλος πάντων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η απόσταση από το 160.000 μέχρι τα όποια εκατομύρια είναι αγεφύρωτη.

Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος τη λογιστική περί λέξεων (λεξιλογιστική;), προχωρώντας σε ένα θέμα ουσίας: Άραγε είναι πλουσιότερη η αγγλική επειδή προσφέρει μονολεκτική έκφραση του frustration; Είναι η ελληνική πλουσιότερη επειδή προσφέρει μονολεκτική έκφραση του φιλότιμου; Όχι. Τελικά όταν μιλάμε για τον πλούτο μιας γλώσσας, μιλάμε για τον πλούτο των κειμένων που είναι γραμμένα σε αυτήν. Στο κάτω-κάτω, το γλωσσικό σύστημα δεν είναι παρά γραμματικοί κανόνες και λέξεις. Έτσι, το μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής δε βρίσκεται ούτε στο μέγεθος του λεξιλογίου της, ούτε σε επιμέρους λέξεις όπως αλετρίβανος και τοιγαρούν, ούτε καν σε λέξεις όπως μένος, εντελέχεια ή λόγος. Μεγαλείο, δύναμη και βάθος βρίσκονται σε κάποια κείμενα (και στα νοήματα, στις εντυπώσεις, στους κόσμους τους) που γράφτηκαν στα ελληνικά.

Παρότι δεν υπάρχουν μεγαλειώδεις γλώσσες, υπάρχουν όμως μεγαλειώδη κείμενα, κείμενα δουλεμένα από ευφυείς, ευρηματικούς – ή απλώς φιλόπονους – στοχαστές και εργάτες του λόγου. Αυτοί δουλεύουν μέσα στους περιορισμούς που επιβάλλουν η γραμματική και το (εκτενές ή μη) λεξιλόγιο της γλώσσας τους.

[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 14ης Ιουνίου 2009]

24/5/09

Ερήμην της γλωσσολογίας;

Μια ημερίδα

Στις μέρες μας γίνεται πολύς λόγος για τη διεπιστημονικότητα. Ακριβώς επειδή τα ερευνητικά ενδιαφέροντα των επιστημόνων και των ανθρώπων της έρευνας εν γένει γίνονται ολοένα και πιο εξειδικευμένα, είναι χρήσιμο πολλές φορές να ακούμε τι έχουν να πούν όσοι εργάζονται σε παρόμοια αντικείμενα από μια άλλη επιστημονική σκοπιά. Έτσι, πολλές φορές σε ένα συνέδριο βιοχημείας μπορεί να προσκληθεί ένας γενετιστής (ή περισσότεροι), σε ένα συνέδριο αρχαιολογίας κάποιος ανθρωπολόγος ή εθνολόγος, σε ένα συνέδριο θεωρητικής φυσικής ένας ειδικός στα μαθηματικά μοντέλα, και ούτω καθεξής. Πάντως περιμένει κανείς ότι σε ένα επιστημονικό συνέδριο για τη βιοχημεία, η πλειοψηφία των συνέδρων – και, ιδίως, όσων παρουσιάζουν ανακοινώσεις – θα είναι βιοχημικοί ενώ σε ένα συνέδριο αρχαιολογίας αρχαιολόγοι.

Διάβασα πρόσφατα με απορία (αλλά, δυστυχώς, καθόλου με έκπληξη πια) για τη διοργάνωση μια ημερίδας με τίτλο «Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ελληνικής γλώσσας». Σύμφωνα με το δημοσίευμα της Καθημερινής της Αθήνας, την ημερίδα διοργάνωσε το σωματείο «Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά», το οποίο δεν τυχαίνει να γνωρίζω, σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος, Νίκος Μέρτζος.

Κατ’ αρχήν το θέμα καθ’ εαυτό είναι πράγματι πάρα πολύ ενδιαφέρον και ευρύ και σίγουρα οι συμμετέχοντες στην ημερίδα δε θα κατάφεραν ούτε καν να το ψηλαφήσουν μέσα στα χρονικά περιθώρια της μιας ημέρας. Αυτό γιατί, τουλάχιστον από τον τίτλο, καταλαβαίνει κανείς ότι θα πρέπει να συζητήθηκαν θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας (παρελθόν), θέματα γραμματικής και κοινωνιογλωσσικής περιγραφής (παρόν) και, ενδεχομένως, σκέψεις για την πολυγλωσσία και την παγκοσμιοποίηση (μέλλον). Πράγματι, διαβάζουμε στο δημοσίευμα ότι τουλάχιστον η παγκοσμιοποίηση ως κίνδυνος απασχόλησε πολύ τους συμμετέχοντες.

Πού είναι οι γλωσσολόγοι;

Αυτό που με ξενίζει είναι, εφόσον το Αριστοτέλειο φέρεται να συμπεριλαμβάνεται στους διοργανωτές, γιατί δε συμμετείχε κανένας συνάδερφος γλωσσολόγος από τους πολλούς και πραγματικά λαμπρούς του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Όμως, ίσως να συμμετείχε κάποιος και να παρέλειψε το δημοσίευμα να το αναφέρει.

Το πραγματικά αλλόκοτο είναι ότι οι ομιλητές στην ημερίδα δεν είναι γλωσσολόγοι, στην πλειοψηφία τους έστω, ούτε φυσικά ο συντονιστής. Πώς γίνεται συνέδριο για τη γλώσσα χωρίς γλωσσολόγους; Ποιος έχει πείσει το κοινό στην Ελλάδα ότι για τη γλώσσα μπορούν να παρουσιάζουν επιστημονικές ανακοινώσεις ένας κοινωνιολόγος (ο κ. Φίλιας), ένας καθηγητής της Ιατρικής (ο κ. Μάνθος) καθώς και δύο φιλόλογοι (ο κύριος Λαζάρου κι ο κύριος Καζάζης); Και, τουλάχιστον, ο κύριος Καζάζης είναι αναπληρωτής πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας. Οι υπόλοιποι όμως;

Η απορία μου και οι αντιρρήσεις μου δεν είναι συνδικαλιστικού και συντεχνιακού χαρακτήρα. Άλλωστε, ως γλωσσολόγος, γνωρίζω ότι όλοι έχουν γνώμη για τη γλώσσα αλλά και ότι οι περισσότεροι επιστήμονες των περισσότερων κλάδων (και στις θετικές επιστήμες) καταπιάνονται με τη γλώσσα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Αλλά, για να επανέρθω στο παράδειγμά μου στην αρχή, ποιος θα οργανώσει συνέδριο παιδιατρικής και θα φέρει έναν νηπιαγωγό για να μιλήσει για τη σημασία του ομαδικού παιχνιδιού στην κοινωνικοποίηση των νηπίων (και καθόλου παιδιάτρους); Επίσης, επιστημονικό αντικείμενο των φιλολόγων είναι η ενασχόληση με τα κείμενα, μην κοιτάτε που το σχολείο μας τους έχει αναθέσει το υπεράνθρωπο έργο να διδάξουν κείμενα, γλώσσα, γραφή, ιστορία, πολιτικές επιστήμες και άλλα: σε καμμία περίπτωση δεν υποκαθιστούν τους γλωσσολόγους, η οποίοι ασχολούνται με τη γλώσσα.

Θέματα εγκυρότητας

Πού θέλω να καταλήξω; Οι ανοιχτές συζητήσεις για τη γλώσσα είναι καλοδεχούμενες και αναγκαίες. Η οπτική γιατρών, κοινωνιολόγων, φιλολόγων, δημοσιογράφων, θεολόγων και παιδαγωγών πάνω στη γλώσσα είναι κάποτε πολύτιμη. Ωστόσο, δεν μπορούμε να διοργανώνουμε επιστημονικά ‘συνέδρια’ και ‘ημερίδες’ για τη γλώσσα ερήμην των γλωσσολόγων. Για να το πω κι αλλιώς: δημόσιες συζητήσεις για τη γλώσσα στις οποίες δε συμμετέχουν γλωσσολόγοι, λ.χ. επειδή δεν προσκλήθηκαν ή επειδή δεν ενημερώθηκαν καν, είναι τουλάχιστον αμφίβολης επιστημονικής αξίας και ενίοτε αποσκοπούν απλώς στην άσκηση πολιτικής πίεσης σε φορείς και θεσμούς – ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Για να το ξαναπώ, είναι σαν να έχουμε συνέδρια παιδιατρικής χωρίς γιατρούς.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 24ης Μαΐου 2009]

10/5/09

Γράφοντας για τη γλώσσα: Ζήσιμος Λορεντζάτος

O tempora κτλ.

Όταν ήμουνα μαθητής της Γ' Λυκείου μελετούσαμε δοκίμια Ελλήνων συγγραφέων για την έκθεση ιδεών, ώστε να εμπλουτίσουμε τις ιδέες μας και να καλλιεργήσουμε την κριτική σκέψη μας. Εγώ πάντως, που δεν ήμουνα καλός στην έκθεση, καθόλου δεν ήθελα να μελετάω δοκίμια, αφού σ’ αυτά περίσσευε η επιδερμική ανάλυση κοινωνικών φαινομένων, ηθικών ζητημάτων και πολιτικών εννοιών, ενώ οι αναλύσεις παρουσιάζονταν συνήθως μέσα από το πρίσμα μιας γενικευμένης κινδυνολογίας και, ενίοτε, καταστροφολογίας: οι ηθικές αξίες εκπίπτουν, ο κοινωνικός ιστός αποσυντίθεται, οι θεσμοί απαξιώνονται, η παράδοση σβήνει, η εθνική συνείδηση αποχρωματίζεται, οι άνθρωποι υποτάσσονται στον αποχαυνωτικό έλεγχο της τηλεόρασης (τότε δεν υπήρχε διαδίκτυο) – και ούτω καθεξής.

Το τέλος της (ελληνικής) γλώσσας

Φυσικά, από το ζοφερό πανόραμα του χαμού και της παρακμής δε θα μπορούσε να απουσιάζει η γλώσσα, και μάλιστα η ελληνική. Η θρυλούμενη διαδικασία εξαγγλισμού της γλώσσας και η προϊούσα λεξιπενία (η οποία θα έπρεπε να είχε αφήσει τη σημερινή γενιά με καμμιά πενηνταριά λέξεις, εάν οι αστήρικτες τερατολογίες των δοκιμιογράφων είχαν κάποια εμπειρική θεμελίωση) υποτίθεται ότι διάβρωναν ταχύτατα την ελληνική γλώσσα και ότι θα υπονόμευαν το μέλλον της. Πρόκειται βεβαίως για γνωστούς γλωσσικούς μύθους που πολλάκις έχουν ανασκευαστεί εκτενέστατα και εξαντλητικά, και από πολλούς συναδέρφους αλλά και από αυτήν εδώ τη στήλη, οπότε δε θα επανέρθω.

Ζήσιμος Λορεντζάτος

Πού και πού ο τελειόφοιτος μαθητής Λυκείου είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με δοκίμια που διαπραγματεύονταν τα θέματά τους με πρωτότυπο και ουσιώδη τρόπο. Σπάνια γινόταν αυτό, αφού η έρευνα και η τεκμηρίωση συνήθως απουσιάζουν από την ελληνική δοκιμιογραφία σχεδόν όσο κι από την ελληνική δημοσιογραφία – αλλά δε θα συνεχίσω επ’ αυτού.

Ένας από αυτούς που έγραφαν για θέματα τα οποία είχαν πρώτα μελετήσει και χωνέψει καλά ήταν και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος (1915-2004). Παρότι δε με έβρισκαν πάντοτε σύμφωνο οι απόψεις και οι αναλύσεις του, ακόμα κι ως μαθητής μπορούσα να αντιληφθώ ότι ήξερε τι έλεγε και υποψιαζόμουν ότι σπούδαζε πραγματικά το θέμα για το οποίο θα έγραφε, πριν γράψει.

Μια πρόσφατη έκδοση ενός βιβλίου με 1210 καταχωρίσεις/σημειώσεις του Λορεντζάτου, τα Collectanea του, επιβεβαίωσε πέρα από κάθε αμφιβολία την υποψία μου αυτή. Γράφει λοιπόν για τη γλώσσα στη σελίδα 12 (καταχώριση αριθμός 9) ο Λορεντζάτος:
Τον τελευταίο καιρό δοκίμασα να ξεδιαλύνω (μπορεί γνωστές από καιρό σε άλλους) μερικές απορίες μου για τη γλώσσα. Αποτέλεσμα της μελέτης αυτής, σημειώνω εδώ τα εξής γενικά:
1. Όλα μέσα στην ιστορία της γλώσσας γίνονται (συμβαίνουν) ασυνείδητα.
2. Η γλώσσα δεν είναι επινόημα του ανθρώπου˙ όπως δεν είναι και το περπάτημα ή το γέλιο του.
3. Οι κλίσεις είναι κάτι μονιμότερο από τις ρίζες˙ και πιο χαρακτηριστικό μιας γλώσσας.
4. Καμιά γλώσσα δεν είναι οριστική (συνακόλουθα και καμιά γραμματική)
Η συγκεκριμένη σημείωση αποτελεί απόσταγμα πολλών από όσα διαβάζει κανείς σε οποιοδήποτε άρθρο ή βιβλίο προσπαθεί να εκλαϊκεύσει τα ευρήματα και τις ανακαλύψεις των γλωσσικών επιστημών: η γλωσσική αλλαγή είναι μια μη συνειδητή διαδικασία, η πανανθρώπινη δυνατότητα για γλώσσα είναι ένστικτο (και δη όπως το περπάτημα), ο χαρακτήρας μιας γλώσσας εγγράφεται στα γραμματικά μορφήματά της (τις ‘κλίσεις’), γι’ αυτό και ο δανεισμός πολύ δύσκολα αλλοιώνει τον χαρακτήρα μιας γλώσσας, η γλωσσική αλλαγή ενυπάρχει μέσα στη γλωσσική πραγματικότητα.

Και οι υπόλοιποι;

Όσοι σκαμπάζουμε από γλωσσικά θέματα αλλά και, πλέον, οι περισσότεροι αναγνώστες αυτής εδώ της στήλης αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι ο Λορεντζάτος συνοψίζει τέσσερις πολύ σημαντικές ανακαλύψεις της σύγχρονης γλωσσολογίας. Από την ευστοχία και τη διατύπωση των παρατηρήσεών του, προκύπτει ότι ο Λορεντζάτος παρακολουθούσε την έρευνα συστηματικά και από πολύ κοντά, όπως είναι άλλωστε το χρέος κάθε ανθρώπου που θέλει να μπορεί να έχει τεκμηριωμένη κι εμπεριστατωμένη γνώμη για τα γλωσσικά θέματα. Ταυτόχρονα, θλίβεται κανείς για το ότι τα απλά σημεία όπως τα παραπάνω δεν έχουν ακόμα εμπεδωθεί από πολλούς ανθρώπους, πνευματικούς ή μη, που αρθρογραφούν, ομιλούν και συχνά δογματίζουν για τη γλώσσα.

Ευχαριστώ πολύ τον Γιώργο Σεργάκη για την πολύτιμη συμβολή του και τα σχόλιά του.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 10ης Μαΐου 2009]

3/5/09

Ελληνικά της καφετέριας

Τα τελευταία χρόνια η πραγματικότητα του γλωσσικού θανάτου και της εξαφάνισης πλήθους γλωσσών αποκτά ολοένα και ευρύτερη δημοσιότητα. Η συζήτηση συνήθως αφορά τον θάνατο γλωσσών που ομιλούνται (ή ομιλούνταν) από αγροτικές ή νομαδικές κοινωνίες σε απομακρυσμένες γωνιές του πλανήτη.

Δε απαιτείται όμως ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να διαπιστώσει κανείς ότι γλώσσες πεθαίνουνε παντού, ακόμα και στην ίδια την Ελλάδα. Για μένα η υπενθύμιση ήρθε σε ένα φανάρι πεζών της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Στεκόμουν δίπλα σε δύο ηλικιωμένες κυρίες οι οποίες συζητούσαν έντονα αλλά ακατάληπτα. Λόγω επαγγελματικής διαστροφής αναρωτήθηκα τι γλώσσα να μίλαγαν. Στήνοντας αυτί κατάλαβα ότι ήταν βλάχικα (τα οποία οι ομιλητές τους ονομάζουν αρωμουνικά – ναι, όπως λέμε Αρμάνι). Σχεδόν αντανακλαστικά γύρισα και τις κοίταξα, τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, είδα μια ακαθόριστη στιγμιαία έκφραση στα πρόσωπά τους και αμέσως αφοσιώθηκαν στο απέναντι φανάρι, σιωπηλές.

Γλώσσες πεθαίνουν κι εξαφανίζονται συνεχώς, απλώς ο ρυθμός εξαφάνισης έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία πεντηκονταετία. Δε φταίνε τα αγγλικά και η παγκοσμιοποίηση, παρά – κυρίως – η συγκρότηση και εδραίωση συγκεντρωτικών εθνικών κρατών. Και φυσικά, γλώσσες πεθαίνουν και στην Ελλάδα: τα αρβανίτικα, τα τσακώνικα (και οι δύο διαβρώνονται προϊόντως από τα ελληνικά), τα βλάχικα, τα ποντιακά, τα λαντίνο κ.α. Βεβαίως, ο αφανισμός των μειονοτικών γλωσσών της Ελλάδας αποτελεί εθνική επιταγή, ιστορική αναγκαιότητα και προϋπόθεση εναρμόνισης με την νέα ελληνική ιστορική συνέχεια – ή τουλάχιστον αυτό κηρύσσει το εθνικό μας κράτος και οι οργανικοί διανοούμενοί του εδώ και πολλές δεκαετίες. Υπάρχει ωστόσο μια διάσταση του φαινομένου του γλωσσικού θανάτου στην Ελλάδα που δεν έχει τύχει πολλής προσοχής: αυτή της άλωσης των ντόπιων διαλέκτων.

Το εκπαιδευτικό σύστημα του συγκεντρωτικού ελληνικού κράτους δεν αρκέστηκε στον πόλεμο κατά των μειονοτικών γλωσσών, παρά προχώρησε και στον διωγμό των ντόπιων ελληνικών διαλέκτων. Μάλιστα, ο πόλεμος αυτός είναι από τις λίγες επιχειρήσεις του εκπαιδευτικού συστήματός μας που στέφθηκε με επιτυχία. Έτσι, γλωσσικός (άρα και πολιτισμικός) πλούτος νησιών, χωριών και πόλεων κολοβώθηκε ή και αφανίστηκε στο όνομα της εθνικής ομοιογένειας και του γενικότερου εκσυγχρονισμού: όπως η δημοτική για τους αρχαϊστές, έτσι και οι ντόπιες διάλεκτοι (από τα ναξιώτικα μέχρι τα κοζανίτικα και από τα συμιακά μέχρι τα κερκυραϊκά) είναι τελικά εθνικώς ύποπτες – όταν βεβαίως δεν αποτελούν κωμικά στοιχεία τοπικών φολκλόρ, όπως τα βόρεια και τα μωραΐτικα λάμδα.

Λίγοι βεβαίως θα συνηγορούσαν υπέρ της μουσειακής διατήρησης γλωσσών και διαλέκτων. Ωστόσο υπήρχε και υπάρχει και μια τρίτη επιλογή μεταξύ της φολκλορικής διαλεκτοφωνίας και του γλωσσικού θανάτου: η πανανθρώπινη λύση της διτυπίας και της εναλλαγής μεταξύ δύο ποικιλιών: της Κοινής και της διαλέκτου ή της μειονοτικής γλώσσας, στην περίπτωσή μας. Δυστυχώς αυτή η λύση ούτε καλλιεργείται, ούτε καν συζητιέται. Κι έτσι, όπως συμβαίνει συνήθως με τον γλωσσικό φόνο, η μεταμέλεια (αν υπάρξει) έρχεται αργά: στις καφετέριες ανά την επικράτεια ακούς πια σχεδόν τα ίδια ελληνικά, ενώ γλωσσικά στοιχεία τοπικού χαρακτήρα και τοπικής ταυτότητας χάνονται μαζί με τις μαντήλες των γιαγιάδων μας.

[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 3ης Μαΐου 2009]

26/4/09

Συντακτικές αποκλίσεις: ποίηση και δημοσιογραφία

Το συντακτικό της ποίησης

Πριν λίγες εβδομάδες είχα τη χαρά να ξανακούσω τη Δήμητρα Θεοφανοπούλου-Κοντού σε μια ομιλία της στο 19ο Διεθνές Συνέδριο Θεωρητικής και Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας στη Θεσσαλονίκη. Λέω ‘ξανακούσω’ επειδή η Θεοφανοπούλου-Κοντού, ομότιμη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εισηγήτρια της σύγχρονης συντακτικής θεωρίας στην Ελλάδα, δίδαξε γλωσσολογία σε πολυάριθμους γλωσσολόγους και φιλολόγους, ανάμεσα στους οποίους είχε την ευτυχία να συγκαταλέγεται και ο γράφων.

Η ομιλία της Θεοφανοπούλου-Κοντού είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού πραγματευόταν τη σχέση καθημερινού και ποιητικού λόγου. Αντίθετα όμως με το πώς προσεγγίζεται το ζήτημα συνήθως, και όπως θα ανέμενε κανείς με βάση την ειδίκευση της δασκάλας μου, η ανακοίνωσή της δεν επικεντρώθηκε σε θέματα λεξιλογίου αλλά σε θέματα δομής της πρότασης: στη συντακτική πλευρά του θέματος. Το συμπέρασμά της, βασισμένο σε ένα σώμα ποιητικών κειμένων του Οδυσσέα Ελύτη, του Μίλτου Σαχτούρη και άλλων νεοελλήνων ποιητών, είναι ότι από πλευράς δομής της πρότασης, η ποίηση μπορεί να φτάσει στα όριά τους τις δυνατότητες του γλωσσικού συστήματος και τις δομές που η νοητική γραμματική επιτρέπει, ωστόσο δεν τις παραβιάζει (σχεδόν) ποτέ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σύνταξη παραμένει αυτή που είναι, η γνωστή, ακόμα και σε μορφές ποίησης στις οποίες οι λέξεις ξεχαρβαλώνονται και όπου συναρμολογούνται νέες λέξεις εκ νέου με βάση τα δομικά συστατικά της γλώσσας. Θυμηθείτε π.χ. μια ακραία περίπτωση, το υπερλεξιστικό ποίημα του Λαπαθιώτη ‘Βάο Γάο Δάο’: «Ζινώντας αποβίδονο σαβίνι / κι απονιβώντας ερομιδαλιό […]».

Πέρα από την ποίηση;

Φυσικά, ακόμα κι όταν γνωρίζουμε τα όρια του συντακτικού μηχανισμού (της εκάστοτε γλώσσας) και τον έχουμε μελετήσει και κατανοήσει σε βάθος, μας επιφυλάσσονται εκπλήξεις. Ο φιλόλογος Χριστόδουλος Τζιονής, του οποίου η στήλη Γλωσσοσκόπιο μοιράζεται την ίδια σελίδα με αυτήν εδώ, επισήμανε πριν τρεις εβδομάδες (στο φύλλο της 5ης Απριλίου) κάποιες πολύ τρανταχτές παραβιάσεις συντακτικών περιορισμών, οι οποίες μάλιστα δεν προέρχονται από την ποίηση αλλά από τον κυπριακό ημερήσιο Τύπο. Έτσι, ο κ. Τζιονής εντοπίζει προτάσεις όπως ‘η σύλληψη (αντί για ‘τη σύλληψη’) ακολούθησε θύελλα αντιδράσεων’ και ‘η παροχή οικονομικής στήριξης (αντί για ‘την παροχή οικονομικής στήριξης’) συζήτησε ο Υπουργός Γεωργίας’. Για περισσότερες λεπτομέρειες, ο αναγνώστης παραπέμπεται στο Γλωσσοσκόπιο της 5ης Απριλίου.

Γιατί;

Βεβαίως ως γλωσσολόγοι προσπαθούμε να είμαστε περισσότερο φιλοπερίεργοι παρά επικριτικοί (όπως έγραφα στις 2 Νοεμβρίου, παραθέτοντας τον συνάδερφο Mark Liberman). Πριν αναθεματίσουμε λοιπόν το λάθος, που δε φαίνεται να είναι απλό lapsus ή ενέργεια του λεγόμενου δαίμονα του τυπογραφείου, πρέπει να το εξηγήσουμε και ίσως και να το ερμηνεύσουμε.

Γιατί λοιπόν να βάλει κάποιος το αντικείμενο σε ονομαστική (‘σύλληψη’ και ‘στήριξη’), κάτι που φαντάζει χονδροειδές και τερατώδες λάθος; Η απάντηση βρίσκεται σε δύο στοιχεία: Πρώτον, το αντικείμενο δεν απαντά στην κανονική του θέση μετά το ρήμα. Δεύτερον, ο συντάκτης είναι πιθανότατα ομιλητής και της κυπριακής ελληνικής. Εξηγούμαι:

Στην αριστερή άκρη της πρότασης

Επειδή το θέμα είναι δαιδαλώδες, ας πούμε απλώς ότι στα ελληνικά μπορούμε να προτάξουμε αντικείμενα, να τα μετακινήσουμε στην αριστερή άκρη της πρότασης, είτε για λόγους έμφασης (π.χ. ‘ΜΠΑΝΑΝΕΣ είπα να πάρεις, όχι ανανά!’), είτε (σπανιότερα) επειδή πρόκειται για ήδη γνωστή πληροφορία (π.χ. μιλώντας για κάποια δικαστική απόφαση: ‘την απόφαση σχολίασε η κυρία Χ…’ κτλ.). Και οι δύο προτάσεις που αναφέρει ο κ. Τζιονής εμπίπτουν στη δεύτερη περίπτωση.

Τώρα, από τη συντακτική θεωρία και έρευνα γνωρίζουμε ότι αυτά τα ‘εκτοπισμένα’ αντικείμενα διακρίνονται από μια σειρά ιδιομορφίες, οι οποίες μάλιστα είναι πολύπλευρες και διαφέρουν από διάλεκτο σε διάλεκτο. Στην περίπτωσή μας, η κυπριακή ελληνική επιτρέπει να έχουμε εκτοπισμένα αντικείμενα στην αριστερή άκρη της πρότασης σε ονομαστική, ιδίως αν έπεται μια μικρή παύση: ‘η σύλληψη [παύση] ακολούθησε θύελλα αντιδράσεων’. Αυτή νομίζω ότι είναι η πηγή των δύο επίμαχων διατυπώσεων. Ωστόσο, εκτοπισμένα αντικείμενα σε ονομαστική είναι αντιγραμματικά στην Κοινή Νεοελληνική, την οποία χρησιμοποιούμε όταν γράφουμε στον Τύπο.

Φιλόλογοι και γλωσσολόγοι

Βλέπουμε και πάλι ότι πολλές φορές η μητρική μας διάλεκτος, ιδίως όταν διαφέρει ανεπαίσθητα από την κοινή, τυποποιημένη γλώσσα, μας οδηγεί να εκφραζόμαστε αδόκιμα. Θυμηθείτε λ.χ. τις δικές μου δυσκολίες με κάποιες προστακτικές, όπως τις κατέγραψα στο άρθρο της 14ης Δεκεμβρίου.

Σε κάθε περίπτωση, ο φιλόλογος επισημαίνει τους αδόκιμους τύπους και κάποτε τους εκθειάζει, εάν δημιουργούν αισθητικό αποτέλεσμα, όπως στην ποίηση. Ο γλωσσολόγος όμως καλείται πάντοτε να τους κατανοήσει και να τους εξηγήσει.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 26ης Απριλίου 2009]

5/4/09

Έχουνε χιούμορ οι γλωσσολόγοι;

Γλωσσικοί μύθοι

Το σημερινό κείμενο αφορμάται από την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου ‘Αρχαιολατρία και Γλώσσα’ του λεξικογράφου Βασίλη Αργυρόπουλου. Ανάμεσα σε άλλα, το βιβλίο πραγματεύεται το διαρκές πρόβλημα των γλωσσικών μύθων, καθώς και την ανάγκη που πολλοί φαίνεται να έχουν να αποδίδουν στην ελληνική γλώσσα μεταφυσικές και μαντικές ιδιότητες. Ο Αργυρόπουλος επιχειρηματολογεί επίσης εναντίον όσων αυθαίρετα ανακηρύσσουν την ελληνική την αρχαιότερη γλώσσα της ανθρωπότητας και μητέρα-γλώσσα πολλών άλλων γλωσσών – ή και όλων τους.

Παγκόσμιες επιστημονικές συνωμοσίες

Είναι πολύ διαδεδομένη η αντίληψη ότι οι επιστήμονες συνεργούν με την εξουσία για να κρύψουν συγκλονιστικές αλήθειες από τον κόσμο: την υποτιθέμενη ύπαρξη εξωγήινων, το ένα θρυλικό φάρμακο που θεραπεύει όλους τους καρκίνους, τα καταποντισμένα ερείπια της μυθικής Ατλαντίδας, τη δυνατότητα τηλεμεταφοράς με τα λεγόμενα κύματα Τέσλα ήδη από το 1943 – και ούτω καθεξής. Παραδόξως, στην Ελλάδα η κατηγορία της συγκάλυψης και της συμπαιγνίας με την εξουσία προσάπτεται και στους γλωσσολόγους. Υποτίθεται λ.χ. ότι οι γλωσσολόγοι προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο ότι η ελληνική είναι μία ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και όχι η μητέρα των ινδοευρωπαϊκών (και άλλων) γλωσσών. Λέω ‘παραδόξως’ για δύο κυρίως λόγους:

Πρώτον, οι γλωσσολόγοι συνήθως έχουνε μηδενική ή επιδερμική σχέση με την εξουσία. Ελάχιστοι γλωσσολόγοι εργοδοτούνται π.χ. από μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες ενδιαφέρονται κυρίως για μεθόδους κωδικοποίησης και γλωσσομαθείς ωτακουστές. Επιπλέον, δείτε πώς η εξουσία αγνοεί ιταμά και συστηματικά τις γλωσσικές επιστήμες όταν σχεδιάζονται γλωσσικές πολιτικές ή όταν εκπρόσωποί της εκφέρουν φαιδρές απόψεις περί γλώσσας. Αυτό και μόνο αρκεί για να κατανοήσει κανείς τι είδους σχέσεις θα είχαμε οι γλωσσολόγοι με οποιουδήποτε τύπου παγκόσμιες κυβερνήσεις και θρυλούμενα μυστικά κονκλάβια υπό τον Χένρυ Κίσσιντζερ και με τη συμμετοχή της Βασίλισσας της Ολλανδίας…

Δεύτερον, ενώ τα δεδομένα που θα αποδείκνυαν την ύπαρξη εξωγήινων και της Ατλαντίδας ή το φάρμακο του καρκίνου και τη δυνατότητα τηλεμεταφοράς μπορούν ίσως να αποσιωπηθούν και να αποκρυβούν, οι συνωμοσίες περί τη γλώσσα είναι αδύνατες αφού τα δεδομένα της γλωσσολογίας βρίσκονται στις βιβλιοθήκες του κόσμου και – κυρίως – στα στόματα και στα μυαλά ομιλητών. Πώς θα μπορούσε να αποσιωπηθεί η «σκευωρία της ινδοευρωπαϊκής» και η «κρατυλική νοηματικότητα της ελληνικής»; Σε ποια αποθήκη και ποιο μυστικό εργαστήριο μπορούμε να αποθηκεύσουμε μυστικά τη λιθουανική γλώσσα (με τις συναρπαστικές ομοιότητές της με τη μακρινή της και αρχαιότερή της σανσκριτική); Πόσο συστηματικά μπορούμε να αφανίσουμε όλα τα αρχαιολογικά δεδομένα για την τοχαρική γλώσσα (συγγενική με τα ελληνικά και τα λατινικά – αν και μιλιόταν στο κινεζικό Τουρκεστάν, στο Σινκιάνγκ); Οι ελληνικές λέξεις δεν είναι έγκλειστες στις μυστικές φυλακές της CIA: πώς μας ξέφυγαν επί τόσους αιώνες οι κρατυλικές ή οι μυστικές σημασίες τους;

Οι γλωσσολόγοι τι λένε;

Πολλοί συνάδερφοι βλέπουν αυτές τις απόψεις με χιούμορ και αποστασιοποίηση. Μία καλή συνάδερφος δίνει στους φοιτητές της βιβλία των μυθογλωσσολόγων, λ.χ. εκείνο που μιλάει για την ελληνική καταγωγή των τζότζιλ (της γλώσσας των Μάγια) και των ναχουάτλ (της γλώσσας των Ίνκα), και τους ζητάει να αξιολογήσουν απροκατάληπτα τη μέθοδο των ετυμολογήσεων που παρατίθενται εκεί. Ωστόσο, οι περισσότεροι από εμάς τους γλωσσολόγους απλώς αγνοούμε όλο αυτό το κίνημα εναντίον της γλωσσολογίας, περίπου όπως πολλοί γιατροί αγνοούν τους τσαρλατάνους που πουλάνε ελπίδα στους δυστυχισμένους.

Ε, και;

Βεβαίως τα γλωσσικά ληρήματα και η επίθεση εναντίον των γλωσσικών επιστημών δεν πρόκειται να βλάψουν την υγεία κανενός, σε αντίθεση με τη φραπελιά. Ωστόσο, ο πόλεμος κατά της επιστήμης και η διάδοση ψευδοεπιστημονικών ή αντιεπιστημονικών μύθων είναι επικίνδυνος κοινωνικά και πολιτικά. Θυμηθείτε την αδιάσειστη επιστημονικότητα του μαρξισμού-λενινισμού, την απολυταρχία του Λυσένκο που στραγγάλισε τη σοβιετική βιολογία, την ανθρωπολογική ανωτερότητα της λευκής ή της άριας φυλής, την παρανάγνωση του δαρβινισμού που κατέστησε τη φυσική επιλογή κοινωνιολογικό και πολιτικό επιχείρημα, την μπιχεβιοριστική αξίωση να ξεριζώσουμε το έγκλημα (και την ομοφυλοφιλία ή τον κομμουνισμό) δια της πλύσης εγκεφάλου – και ούτω καθεξής.

Στην περίπτωσή μας, η εδραίωση αντιλήψεων περί ανωτερότητας, παναρχαιότητας και τελειότητας της ελληνικής γλώσσας σε συνδυασμό με τη συκοφάντηση της γλωσσικής επιστήμης και την καλλιέργεια καχυποψίας απέναντί της θα μπορούσε να αναδυθεί μέχρι τη σφαίρα της λήψης αποφάσεων σε θέματα γλωσσικής, κοινωνικής και εκπαιδευτικής πολιτικής.

Ίσως λοιπόν χρειάζεται να δείξουμε λιγότερο χιούμορ.

Ευχαριστώ πολύ τον Γιώργο Σεργάκη για την πολύτιμη συμβολή του και τα σχόλιά του.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 5ης Απριλίου 2009]

8/3/09

Λόγος για τη γλώσσα

Το σκεπτικό ενός συνεδρίου για τη γλώσσα

Διαβάζουμε στο σκεπτικό των διοργανωτών του συνεδρίου με θέμα «Γλώσσα Ελληνική – Γραφή και Τέχνη», που διοργανώνεται από τις 20 έως τις 22 Μαρτίου στην Παλιά Βουλή στην Αθήνα και θα ασχοληθεί με «τη θέση της ελληνικής γλώσσας στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον στην αυγή του 21ου αιώνα»:
«Η ελληνική γλώσσα στα περιορισμένα γεωγραφικά της σύνορα βάλλεται σήμερα πολλαπλώς πρώτα από τη δική μας συμπεριφορά ως φορέων της, στην ιδιωτική και δημόσια χρήση της, στην εκπαιδευτική της αποστολή με τον τρόπο που τη μελετούμε και τη διδάσκουμε σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με τον ελλιπή τρόπο που την προβάλλουμε εκτός των συνόρων, με τον τρόπο της ανοχής στην “κακοποίησή” της από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. [...] Γλώσσα ελληνική σημαίνει συνέχεια ζωής, γιατί είναι η υπερουσία της οντολογικής υπόστασης του έθνους που την έπλασε. Η αναφορά στην πορεία της δεν ακινητεί το χρόνο μας».
Τα παραπάνω αποτελούν ένα χαρακτηριστικό δείγμα του λόγου περί γλώσσας σε κοινωνίες όπως η ελληνική, στις οποίες η εθνική γλώσσα καθ’ εαυτή αποτελεί αυτονομημένη αξία. Ας εξετάσουμε λοιπόν κάποιες χαρακτηριστικές θέσεις για τη γλώσσα όπως διατυπώνονται παραπάνω.

Διάδοση και αλλαγή

Κατ’ αρχήν επισημαίνεται ότι η ελληνική γλώσσα ομιλείται μέσα σε «περιορισμένα γεωγραφικά σύνορα», ότι δεν είναι διεθνής ή οικουμενική γλώσσα. Αυτό βεβαίως δεν είναι απαραίτητα κακό: την τελευταία φορά που η ελληνική, στην ελληνιστική Κοινή φάση της, υπήρξε οικουμενική γλώσσα υπέστη τόσες και τόσο βαθειές αλλαγές, ώστε να τροφοδοτήσει το κίνημα του αττικισμού και να πυροδοτήσει τη γένεση της ελληνικής διτυπίας (που έφτασε μέχρι τις μέρες μας ως το δίπολο δημοτική-καθαρεύουσα).

Συμβαίνει κι αλλού

Κατόπιν, η περιορισμένη γεωγραφική διάδοση της γλώσσας μας συνδέεται με κάποιον τρόπο με το ότι η ελληνική γλώσσα ‘βάλλεται’ μέσα από τη χρήση της στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή. Προσωπικά δεν κατανοώ πώς αυτά τα δύο θέματα συνδέονται, αφού μάλιστα υπάρχουν αντίστοιχα παράπονα εκ μέρους πολλών γλωσσοδιφούντων που ασχολούνται με την αγγλική γλώσσα, η οποία κάθε άλλο παρά περιορισμένη εντός συνόρων είναι: κι εκεί διαβάζουμε για το πώς η αγγλική γλώσσα κακοποιείται μέσα από τη χρήση της στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή, στην εκπαίδευση και στα μέσα ενημέρωσης. Το συμπέρασμα είναι λοιπόν ότι είτε οι περισσότερες γλώσσες του κόσμου, μαζί τους και η κραταιά αγγλική, βάλλονται και κακοποιούνται από τους χρήστες τους, είτε υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος να προσεγγίζουμε τη γλώσσα (και τη γλωσσική αλλαγή και ποικιλομορφία ειδικότερα) που εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε γλώσσα, ελλείψει εμπειρικού ερείσματος. Επειδή έχουμε ξανασυζητήσει εδώ το θέμα των γλωσσικών λαθών και κατά πόσον είναι ικανά να πλήξουν, να βάλουν ή να κακοποιήσουν μια γλώσσα, δε θα επανέρθω.

Κάποιες ασυνέπειες

Το σκεπτικό των διοργανωτών υποστηρίζει ότι «Γλώσσα ελληνική σημαίνει συνέχεια ζωής», κάτι που γενικότερα ισχύει για όλες τις γλώσσες: οι άνθρωποι διαθέτουμε πολιτισμική συνέχεια και πίσω από τις γενιές των γηραιότερων επιζώντων επειδή έχουμε γλώσσα και παράδοση γλωσσική, προφορική ή και γραπτή. Καταλήγει ωστόσο με τρόπο παράδοξο, για κείμενο συντεταγμένο από ανθρώπους με μεράκι και έγνοια για τη γλώσσα μας: «γιατί είναι η υπερουσία της οντολογικής υπόστασης του έθνους που την έπλασε.» Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα με το ουσιαστικό ‘υπερουσία’, νεολογισμό οπωσδήποτε, αφού οι γλωσσαμύντορες τείνουν να μη νεολογίζουν. Επιπλέον, δεν μπορούσα να μαντέψω τι μπορεί να σημαίνει. Τελικά έβγαλα μιαν άκρη βασισμένος στο δόκιμο επίθετο ‘υπερούσιος’: ‘υπερουσία’ πρέπει να σημαίνει κάτι σαν ‘μεταφυσική ουσία’. Ακόμα κι αν δεχόμουν ότι, σε μια έξαρση ποιητισμού, προσφιλούς σε όσους γράφουμε στα ελληνικά, μια γλώσσα θα μπορούσε να διαθέτει ‘μεταφυσική ουσία’, με μπέρδεψε πολύ η ιδέα ότι τα έθνη διαθέτουν οποιουδήποτε είδους ‘οντολογική υπόσταση’. Βεβαίως δεν είμαι ιστορικός. Ωστόσο, ως γλωσσολόγος, μπορώ να βεβαιώσω ότι τις γλώσσες δεν τις πλάθουν τα έθνη αλλά τα νήπια – όπως είδαμε και την προηγούμενη φορά – και, σ’ ένα άλλο επίπεδο, οι λόγιοι τους.

Τελειώνοντας μπαίνω στον πειρασμό να παραστήσω το ρυθμιστή: το ρήμα ‘ακινητώ’ είναι δόκιμο ως αμετάβατο. Λέμε λ.χ. ‘το νερό στις αλυκές ακινητούσε’. Το δόκιμο μεταβατικό αντίστοιχό του είναι ‘ακινητοποιώ’, λ.χ. ‘χάρη στο ABS, κατάφερα να ακινητοποιήσω το αμάξι εγκαίρως’. Εξ αφορμής αυτού του ολισθήματος, αναρωτιέμαι τελικά τι πρέπει να συμπεράνει κανείς για το δόκιμο των ελληνικών όσων ανησυχούν για τα ελληνικά.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 8ης Μαρτίου 2009]

22/2/09

Τα νήπια αλλάζουν τη γλώσσα

Χρόνια Πολλά, Δαρβίνε

Πριν ενάμισυ χρόνο από αυτή τη στήλη μίλησα για την παρωχημένη αντιμετώπιση των γλωσσών ως ζωντανών οργανισμών που (στερεο)τυπικά γεννιούνται, αναπτύσσονται, ακμάζουν και πεθαίνουν. Επίσης είδαμε τότε ότι αυτή η αντιμετώπιση οδήγησε τους φιλολόγους και τους πρωτοπόρους γλωσσολόγους του 19ου αιώνα σε μια αντίληψη της γλωσσικής αλλαγής ως μιας εξελικτικής διαδικασίας αντίστοιχης με αυτήν που υφίστανται τα είδη των ζωντανών οργανισμών.

Το ερώτημα γιατί αλλάζουν οι γλώσσες βασανίζει τους επιστήμονες για πολλά παραπάνω από τα 150-τόσα χρόνια της σύγχρονης γλωσσολογίας. Την τελευταία εικοσαετία έγιναν μεγάλες πρόοδοι στο θέμα, αλλά περιορίζονταν κυρίως σε απλούς ενδείκτες πάνω στο θέμα ή και σε επιμέρους πτυχές της γλωσσικής αλλαγής. Έτσι, μέρος της έρευνας εστιάζει στον ρόλο της γλωσσικής επαφής, όταν δηλαδή δυο γλώσσες μιλιούνται στον ίδιο γεωγραφικό χώρο. Γνωρίζουμε λ.χ. ότι πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κυπριακής μάλλον οφείλονται στην επαφή της με τα μεσαιωνικά γαλλοπροβηγκιανά των φράγκων και τη βενετική διάλεκτο. Γλωσσική αλλαγή μπορούμε να έχουμε όμως και εσωτερικά, χωρίς να είναι συνέπεια γλωσσικής επαφής: αυτή πώς εξηγείται;

Κάποιοι τονίζουν την τάση που έχουν κάποιες λέξεις με το πέρασμα του χρόνου να γραμματικοποιούνται, να μικραίνουν και να χάνουν την αρχική σημασία τους, αποκτώντας παράλληλα γραμματικές λειτουργίες. Έτσι από το ‘θέλω ίνα’ της ελληνιστικής Κοινής φτάσαμε στο ‘θα’, στο ‘θαλά’ και στο ‘(θ)έννα’ των νεοελληνικών διαλέκτων. Ωστόσο, η γραμματικοποίηση είναι μόνο ένα από τα πολλά διαχρονικά φαινόμενα.

Πρόσφατη έρευνα έχει ρίξει περισσότερο φως στους μηχανισμούς και τις αιτίες της γλωσσικής αλλαγής. Στο μνημειώδες βιβλίο του 2006 ‘The computational nature of language learning and evolution’, o Partha Niyogi χρησιμοποιεί μεθόδους από τη γλωσσολογία, τη στατιστική και τη βιολογία για να στηρίξει κάτι που πολλοί γλωσσολόγοι τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 είχανε διατυπώσει ως υποψίες, εικασίες και υποθέσεις: η γλωσσική αλλαγή είναι συνέπεια του πώς τα παιδιά κατακτούν τη γλώσσα! Με άλλα λόγια, ακόμα και σε μια ομοιογενή και απομονωμένη γλωσσική κοινότητα, η γλωσσική αλλαγή είναι στατιστικά αναπόφευκτη μετά από μερικές γενιές. Γιατί όμως;

Τα παιδιά ευθύνονται για τη γλωσσική αλλαγή

Τα παιδιά κατακτούν τη μητρική τους γλώσσα μέσα στα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Δεσμεύονται από έμφυτες δομικές προδιαγραφές και με βάση τα γλωσσικά δείγματα που ακούν αναπτύσσουν μια νοητική γραμματική συμβατή με αυτές. Οι προδιαγραφές αυτές είναι αρκετά αυστηρές και περιοριστικές ώστε η νοητική γραμματική που προκύπτει να μην ποικίλλει αισθητά από άτομο σε άτομο, παρότι διαφορετικά παιδιά ακούν διαφορετικές προτάσεις κατά τη γλωσσική τους ανάπτυξη.

Εδώ ακριβώς κρύβονται δύο σημαντικοί παράγοντες όσον αφορά τα σπέρματα της γλωσσικής αλλαγής: πρώτον, η ανάπτυξη της νοητικής γραμματικής μας ολοκληρώνεται ή τερματίζεται μέσα σε ένα περιορισμένο χρονικό πλαίσιο μέχρι κάποια στιγμή κατά την παιδική μας ηλικία. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε στη διάθεσή μας τεράστια δείγματα προτάσεων με βάση τα οποία θα αποφασίσουμε αν πρέπει λ.χ. να βάλουμε το ρήμα στο τέλος της πρότασης ή πριν το αντικείμενό του: μόνον οι προτάσεις που θα ακούσουμε μέχρι μια συγκεκριμένη ηλικία μετράνε και με βάση αυτές θα πρέπει να αποφασίσουμε για τον σχετικό κανόνα της νοητικής γραμματικής μας. Όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε, δηλαδή.

Δεύτερον, συγκεκριμένα είδη προτάσεων (π.χ. εμφατικές δομές, ερωτήσεις ή αναφορικές προτάσεις) μας οδηγούν να καταλήξουμε σε συγκεκριμένους κανόνες. Αν για οποιοδήποτε λόγο κάποιος μικρός ομιλητής ακούει ένα είδος προτάσεων πολύ σπάνια, τότε ενδεχομένως να μην προλάβει να καταλήξει στον αντίστοιχο κανόνα μέσα στον δοσμένο χρόνο. Ένα ακραίο παράδειγμα, και στατιστικά απίθανο, είναι το εξής: αν ένα παιδάκι που θα μάθαινε αγγλικά δεν άκουγε ποτέ του ερώτηση, δεν θα μπορούσε να καταλήξει στον κανόνα της αντιστροφής (δηλαδή του να λέει ‘Have they left?’ αντί για ‘They have left’).

Τα κομμάτια του ντόμινο

Συνεπώς, ενδέχεται ένα μικρό ποσοστό μικρών ομιλητών να καταλήξουνε σε μια νοητική γραμματική ελαφρώς διαφορετική από των γονιών τους. Εάν αυτό συμβεί, θα παράγουνε προτάσεις ελαφρώς διαφορετικές από των γονιών τους, στις οποίες θα βασιστούν τα δικά τους παιδιά για να αναπτύξουν τη νοητική τους γραμματική. Με τη διαδοχή των γενεών, ενδέχεται αυτή η αποκλίνουσα γραμματική σταδιακά να συνυπάρχει παραπληρωματικά με την παλιότερη γραμματική ή και να την αντικαταστήσει. Η γλώσσα αλλάζει (σχεδόν) από κούνια.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 22ης Φεβρουαρίου 2009]

8/2/09

Το εσωτερικό ρολόι της γλωσσικής ανάπτυξης

Από νωρίς μαζί με τα άλλα παιδάκια;

Κάποιοι μεταπτυχιακοί μου φοιτητές, που είναι επίσης γονείς μικρών παιδιών, ισχυρίστηκαν σήμερα ότι οι παιδίατροι συνιστούν να μπαίνουν τα παιδιά σε βρεφονηπιακό σταθμό όσο μικρότερα γίνεται. Ο λόγος, πάντα κατά τους φοιτητές μου, είναι ότι έτσι θα αναπτυχθούνε γλωσσικά καλύτερα. Με αφορμή αυτή την κουβέντα, ασχέτως αν αντιπροσωπεύει κάτι που πράγματι συνιστούν κάποιοι παιδίατροι ή όχι, θα μιλήσουμε κυρίως για τη γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών και λιγάκι για τους βρεφονηπιακούς σταθμούς.

Αναπτυξιακά στάδια της γλώσσας

Είναι γνωστό ότι η γλωσσική ανάπτυξη όλων των παιδιών περνάει από ακριβώς τα ίδια αναπτυξιακά στάδια: πρώτα έρχεται το βαύισμα, μετά έχουμε μεμονωμένες λέξεις γύρω στους 12 μήνες, ακολουθούν αποσπάσματα προτάσεων με δύο λέξεις και μετά (απότομα) ολόκληρες προτάσεις. Παρότι διαφορετικά παιδιά περνούν αυτά τα στάδια σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, αυτές κυμαίνονται μέσα σε καθορισμένα χρονικά πλαίσια. Επιπλέον, ισχύει κι εδώ το εξής: η γλωσσική ικανότητα δεν αντανακλάται απαραίτητα στη γλωσσική παραγωγή. Δηλαδή, υπάρχουν νήπια τα οποία δε μιλάνε πολύ. Αυτό δεν οφείλεται απαραίτητα στο ότι δεν έχουν αναπτυχθεί γλωσσικά: όπως υπάρχουν λιγομίλητοι και λαλίστεροι ενήλικες, έτσι υπάρχουν λιγομίλητα και λαλίστερα παιδιά.

Το αναπόδραστο της γλωσσικής κατάκτησης

Προτού προχωρήσει η συζήτηση, πρέπει να τονίσω ότι όλα τα παιδιά χωρίς κάποια παθολογία αναπτύσσουν τη μητρική τους γλώσσα τέλεια και ολοκληρωμένα. Μάλιστα, δεν υπάρχει τρόπος να αναστείλουμε, να επιβραδύνουμε ή να επιταχύνουμε εμείς ως γονείς ή ως παιδαγωγοί αυτή τη διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα, μιλώντας περισσότερο στο παιδί δε θα καταφέρουμε να το κάνουμε να αναπτυχθεί γλωσσικά ταχύτερα – και γιατί θα έπρεπε άλλωστε. Χρησιμοποιώντας μεγάλη ποικιλία λέξεων δε θα καταφέρουμε να εμπλουτίσουμε το λεξιλόγιο του νηπίου. Επιπλέον, μιλώντας «σωστά» στο παιδί – ό,τι κι αν σημαίνει το «σωστά» για τον καθένα – δεν πρόκειται να πετύχουμε να κατακτήσει τη «σωστή» γλώσσα που θέλουμε εμείς.

Ισχύει βεβαίως ότι τα παιδιά παραμένουν περισσότερο ή λιγότερο στα αναπτυξιακά στάδια που πολύ χοντρικά σκιαγράφησα πιο πάνω. Ωστόσο, το πότε θα πούνε την πρώτη λέξη, πότε θα μπούνε στο στάδιο των ολοκληρωμένων προτάσεων, πότε θα καταφέρουν να προφέρουν σπάνιους φθόγγους όπως το ‘δ’ και το ‘θ’ ή συμπλέγματα όπως το ‘στ’ και το ‘σκ’, δεν εξαρτάται από εξωτερικά ερεθίσματα, την ποιότητα ή τον πλούτο τους. Για τη μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών, το ‘πότε’ είναι ζήτημα εσωτερικής ανάπτυξης και η απάντηση ‘αργά ή γρήγορα’.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα παιδιά κατακτούν τη μητρική τους γλώσσα τέλεια και ολοκληρωμένα μέσα σε πάνω-κάτω το ίδιο χρονικό διάστημα σε όποιο σημείο του κόσμου και να μεγαλώνουν, όποια κι αν είναι η γλώσσα (ή οι γλώσσες) στην οποία τα εκθέτουμε, είτε ομιλούνται είτε νοηματίζονται, όποια κι αν είναι η κοινωνία γύρω τους (τροφοσυλλεκτών, αγροτική, βιομηχανική, μεταβιομηχανική), είτε τα παιδιά μεγαλώνουν σε μονογονεϊκές, πυρηνικές, εκτεταμένες οικογένειες, κλαν, κοινόβια (όπως τα παλιότερα κιμπούτς στο Ισραήλ) ή ιδρύματα και όποιο κι αν είναι το στυλ διαπαιδαγώγησης που επικρατεί στο (οικογενειακό) περιβάλλον.

Γλώσσα κι όλα τ’ άλλα

Βεβαίως εδώ μιλάμε για τη γλωσσική ανάπτυξη και μόνο – υπάρχει λ.χ. έρευνα ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ιδρύματα όπως ορφανοτροφεία έχουν δυσκολίες στη συναισθηματική ανάπτυξή τους, πράγμα που ίσως τα κάνει λιγότερο επικοινωνιακά ως ενήλικες. Σε αυτό λοιπόν το σημείο πρέπει να γίνει ο διαχωρισμός μεταξύ γλωσσικής και της υπόλοιπης ανάπτυξης των παιδιών: γνωστικής, συναισθηματικής, κοινωνικής κτλ. Ενδεχομένως, το να βάλουμε νωρίς το νήπιο στον βρεφονηπιακό σταθμό να έχει ευεργετικά αποτελέσματα σε αυτές τις πτυχές της ανάπτυξής του– αυτό είναι ένα θέμα για το οποίο ένας παιδοψυχολόγος ή ειδικός περί τα παιδαγωγικά γνωρίζει πολύ περισσότερα. Ωστόσο, γλωσσικά το παιδί θα κατακτήσει την ποικιλία που μιλούν οι συνομίληκοί του, είτε περάσει τα πρώτα χρόνια του με τη μητέρα, είτε με τη νταντά, είτε με τον παππού και τη γιαγιά, είτε μαζί με άλλα παιδάκια στον βρεφονηπιακό σταθμό: πράγματι, όλοι μιλάμε τη διάλεκτο της παιδικής παρέας μας, ούτε των γονέων ούτε των παππούδων μας.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 8ης Φεβρουαρίου 2009]