Σελίδες

22/2/09

Τα νήπια αλλάζουν τη γλώσσα

Χρόνια Πολλά, Δαρβίνε

Πριν ενάμισυ χρόνο από αυτή τη στήλη μίλησα για την παρωχημένη αντιμετώπιση των γλωσσών ως ζωντανών οργανισμών που (στερεο)τυπικά γεννιούνται, αναπτύσσονται, ακμάζουν και πεθαίνουν. Επίσης είδαμε τότε ότι αυτή η αντιμετώπιση οδήγησε τους φιλολόγους και τους πρωτοπόρους γλωσσολόγους του 19ου αιώνα σε μια αντίληψη της γλωσσικής αλλαγής ως μιας εξελικτικής διαδικασίας αντίστοιχης με αυτήν που υφίστανται τα είδη των ζωντανών οργανισμών.

Το ερώτημα γιατί αλλάζουν οι γλώσσες βασανίζει τους επιστήμονες για πολλά παραπάνω από τα 150-τόσα χρόνια της σύγχρονης γλωσσολογίας. Την τελευταία εικοσαετία έγιναν μεγάλες πρόοδοι στο θέμα, αλλά περιορίζονταν κυρίως σε απλούς ενδείκτες πάνω στο θέμα ή και σε επιμέρους πτυχές της γλωσσικής αλλαγής. Έτσι, μέρος της έρευνας εστιάζει στον ρόλο της γλωσσικής επαφής, όταν δηλαδή δυο γλώσσες μιλιούνται στον ίδιο γεωγραφικό χώρο. Γνωρίζουμε λ.χ. ότι πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κυπριακής μάλλον οφείλονται στην επαφή της με τα μεσαιωνικά γαλλοπροβηγκιανά των φράγκων και τη βενετική διάλεκτο. Γλωσσική αλλαγή μπορούμε να έχουμε όμως και εσωτερικά, χωρίς να είναι συνέπεια γλωσσικής επαφής: αυτή πώς εξηγείται;

Κάποιοι τονίζουν την τάση που έχουν κάποιες λέξεις με το πέρασμα του χρόνου να γραμματικοποιούνται, να μικραίνουν και να χάνουν την αρχική σημασία τους, αποκτώντας παράλληλα γραμματικές λειτουργίες. Έτσι από το ‘θέλω ίνα’ της ελληνιστικής Κοινής φτάσαμε στο ‘θα’, στο ‘θαλά’ και στο ‘(θ)έννα’ των νεοελληνικών διαλέκτων. Ωστόσο, η γραμματικοποίηση είναι μόνο ένα από τα πολλά διαχρονικά φαινόμενα.

Πρόσφατη έρευνα έχει ρίξει περισσότερο φως στους μηχανισμούς και τις αιτίες της γλωσσικής αλλαγής. Στο μνημειώδες βιβλίο του 2006 ‘The computational nature of language learning and evolution’, o Partha Niyogi χρησιμοποιεί μεθόδους από τη γλωσσολογία, τη στατιστική και τη βιολογία για να στηρίξει κάτι που πολλοί γλωσσολόγοι τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 είχανε διατυπώσει ως υποψίες, εικασίες και υποθέσεις: η γλωσσική αλλαγή είναι συνέπεια του πώς τα παιδιά κατακτούν τη γλώσσα! Με άλλα λόγια, ακόμα και σε μια ομοιογενή και απομονωμένη γλωσσική κοινότητα, η γλωσσική αλλαγή είναι στατιστικά αναπόφευκτη μετά από μερικές γενιές. Γιατί όμως;

Τα παιδιά ευθύνονται για τη γλωσσική αλλαγή

Τα παιδιά κατακτούν τη μητρική τους γλώσσα μέσα στα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Δεσμεύονται από έμφυτες δομικές προδιαγραφές και με βάση τα γλωσσικά δείγματα που ακούν αναπτύσσουν μια νοητική γραμματική συμβατή με αυτές. Οι προδιαγραφές αυτές είναι αρκετά αυστηρές και περιοριστικές ώστε η νοητική γραμματική που προκύπτει να μην ποικίλλει αισθητά από άτομο σε άτομο, παρότι διαφορετικά παιδιά ακούν διαφορετικές προτάσεις κατά τη γλωσσική τους ανάπτυξη.

Εδώ ακριβώς κρύβονται δύο σημαντικοί παράγοντες όσον αφορά τα σπέρματα της γλωσσικής αλλαγής: πρώτον, η ανάπτυξη της νοητικής γραμματικής μας ολοκληρώνεται ή τερματίζεται μέσα σε ένα περιορισμένο χρονικό πλαίσιο μέχρι κάποια στιγμή κατά την παιδική μας ηλικία. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε στη διάθεσή μας τεράστια δείγματα προτάσεων με βάση τα οποία θα αποφασίσουμε αν πρέπει λ.χ. να βάλουμε το ρήμα στο τέλος της πρότασης ή πριν το αντικείμενό του: μόνον οι προτάσεις που θα ακούσουμε μέχρι μια συγκεκριμένη ηλικία μετράνε και με βάση αυτές θα πρέπει να αποφασίσουμε για τον σχετικό κανόνα της νοητικής γραμματικής μας. Όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε, δηλαδή.

Δεύτερον, συγκεκριμένα είδη προτάσεων (π.χ. εμφατικές δομές, ερωτήσεις ή αναφορικές προτάσεις) μας οδηγούν να καταλήξουμε σε συγκεκριμένους κανόνες. Αν για οποιοδήποτε λόγο κάποιος μικρός ομιλητής ακούει ένα είδος προτάσεων πολύ σπάνια, τότε ενδεχομένως να μην προλάβει να καταλήξει στον αντίστοιχο κανόνα μέσα στον δοσμένο χρόνο. Ένα ακραίο παράδειγμα, και στατιστικά απίθανο, είναι το εξής: αν ένα παιδάκι που θα μάθαινε αγγλικά δεν άκουγε ποτέ του ερώτηση, δεν θα μπορούσε να καταλήξει στον κανόνα της αντιστροφής (δηλαδή του να λέει ‘Have they left?’ αντί για ‘They have left’).

Τα κομμάτια του ντόμινο

Συνεπώς, ενδέχεται ένα μικρό ποσοστό μικρών ομιλητών να καταλήξουνε σε μια νοητική γραμματική ελαφρώς διαφορετική από των γονιών τους. Εάν αυτό συμβεί, θα παράγουνε προτάσεις ελαφρώς διαφορετικές από των γονιών τους, στις οποίες θα βασιστούν τα δικά τους παιδιά για να αναπτύξουν τη νοητική τους γραμματική. Με τη διαδοχή των γενεών, ενδέχεται αυτή η αποκλίνουσα γραμματική σταδιακά να συνυπάρχει παραπληρωματικά με την παλιότερη γραμματική ή και να την αντικαταστήσει. Η γλώσσα αλλάζει (σχεδόν) από κούνια.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 22ης Φεβρουαρίου 2009]